γεωργερὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεωργερὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γεωργερὸς ἑπίθ. ἐνιαχ. γιˬωργερὸς Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γεωργῶ.
Σημασιολογία
Ἐπὶ ἀγροῦ, ὁ παράγων πολλούς καρπούς, ὁ εὕφορος: Τὸχ-χειμῶνα ἐσπέρασιν ἀσπρικᾶ, ἀρακᾶ, κουτσιˬά τ᾽ ἄλλα μαειρέματα ταὶ τὸ χωράφιν ἦτο γιˬωργερὸ τ᾽ ἐκάν-νασι τὸ χρε͜ιαζ-ζούμενο τ᾽ ἐπερνούσασι (ἀσπρικὰ = ὄσπρια, κουτσιˬὰ = κουκκιά. Ἐκ παραμυθ.). Συνών. γόνιμος, εὔφορος, καρπερός, καρποφόρος, παραγωγικός, προκομμένος. Ἀντίθ. ἄγονος,ἀκάρπερος, ἀκάρπιστος, ἄκαρπος, ἄφορος, παρπάρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA