ἀχρείαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχρείαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχρείαστος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.) ἀχρείαστους βόρ. ἰδιώμ. αχρείαστες Σκῦρ. ἀχρείγιˬαστος Θήρ. Κρήτ. Πελοπν. (Σουδεν.) ἀχρείγιˬαστους Στερελλ. (Ἀράχ.) ἀχρέγιˬαστους Λέσβ. (Μανδαμᾶδ.) ἄχρε͜ιαστος Πελοπν. (Ἀρκαδ. Κόκκιν. Λάστ. Παππούλ.) ἀνέχραστους Μακεδ. (Καστορ.) ἀνέρκαστος Κύπρ. ἀνάρκαστος Κύπρ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ ἀμάρτ. μεσν. ἐπίθ. ἀχρείαστος πιστοποιούμενον ὑπὸ τοῦ ἐπιρρ. ἀχρειάστως.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ χρησιμεύσῃ εἴς τι, ἄχρηστος, ἀνωφελής, περιττὸς κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Ἀχρείαστο πρᾶμα. Εἶμαι ἀχρείαστος πεˬὰ ἐγώ, γέρασα κοιν. Ἀτὸ τὸ κομμάτ’ ἠ τζόχα ᾿ς ἐμὲν ἀχρείαστον ἔν᾽ Τραπ. || Γνωμ. Κρύψε τ᾿ ἀχρείαστο γιὰ χρειαζούμενο Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) β) ᾽Εκεῖνος τοῦ ὁποίου εἴθε νὰ μὴ λάβωμεν ἀνάγκην, ἐπὶ ἰατροῦ, φαρμάκων κττ. κοιν.: Ἀχρείαστος νά ’ναι. Ἀχρείαστος νὰ μοῦ ᾽σαι! Ἀχρείαστος νά ᾽σαι, γιˬατρέ, ἐσὺ καὶ τὰ γιατρικά σου! Ἀγόρασα κινίνο, ἀχρείαστο νά ’ναι! Ἄς τὸ πάρω κιˬ ἀχρείαστο νά ’ναι κοιν. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ. Συνών. ἀγύρευτος 3. γ) Οὐδ. πληθ. οὐσ., τὰ νεκρικὰ ἐνδύματα Λέσβ. (Μανδαμᾶδ.): Τσ᾿ βάλαν τ’ ἀχρέγιˬαστα. 2) Περιττὸς Κεφαλλ.: Εἶν᾿ ἀχρείαστο νὰ ποῦμε περισσότερα. 3) 'Ο μὴ θέλων νὰ χρησιμεύσῃ εἴς τι, ἀπειθής, ἀνυπότακτος Ἤπ. Κύπρ. 4) Ἀχρεῖος, ἀσελγὴς Πελοπν. (Καλάβρυτ.): Ἀχρείαστος λόγος. Ἀχρείαστη δουλε͜ιὰ-κουβέντα. Ἀχρείαστο τουπί. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀχρεῖάνης 1. 5) ’Ο μὴ ἔχων χρείαν τινὸς ᾿Ιόνιοι Νῆσ.: Γνωμ. Ἀχρείαστος δὲ σκιˬάζεται, γιˬατὶ τί χρεία ἔχει;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA