ἀρνούτι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρνούτι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρνούτι τό, Καλαβρ. (Μπόβ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀρνὶ πιθανῶς ἐκ τοῦ *ἀρνούκι.
Σημασιολογία
1) Μικρὸν ἀρνίον. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρνάκι 1 2) Εἶδος λευκοῦ μύκητος. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρνάκι 4.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA