γεωργῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεωργῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γεωργῶ Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Ἐλευθερουδ. Δημητρ. γιˬωργῶ Κάρπ. Κάσ Κρητ. γιˬωρκῶ Κάρπ. Κύπρ. (Γερμασ. Κυθρ Λευκόνοικ. Λευκωσ. Μεσαρ. Πεδουλ. κ.ἀ.) - Χ. Παλαίσ., Τὸ παράπ. τοῦ τσυροῦ, 4 γιˬωρgῶ Κάρπ. γεργῶ Κρήτ. (Σέλιν. κ.ἀ.) γιˬωργίζω Κάσ. γιˬωρκίζω Κύπρ. (Κυθρ.) γεργίζω Κρήτ. (Σέλιν. κ.ἀ.) Ἀόρ. ἐγιˬώρζησα Κάρπ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. γεωργῶ. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ. Διὰ τὸν τύπ. γεργῶ βλ. Σ. Ψάλτη, Ἀθηνᾶ 26 (1914), Λεξικογρ. Ἀρχ., 61.
Σημασιολογία
1) Καλλιεργῶ τὴν γῆν ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐγεργησα τὸ χωράφι μου Κρήτ. (Σέλιν.) ᾌσμ. Σὰν ἔφαε ὁ γέρος τὸν τζορbᾶ κ᾽ ἦρθε ᾽ς τὰ πρωτινά του, ἐπήγαινε κ᾽ ἐγέργιζε κ᾽ ἔκανε τὴ δουλε͜ιά του (τσορbᾶς = σούπα) Κρήτ. Ἀπὸ τσαιρὸ γιˬωργήσαμε νὰ κάωμε σιτάρι, νὰ κάωμε τὸγ γάμομ μας, νὰ μο͜ιάζῃ τσαὶ νὰ πρέπῃ Κάσ. Συνών. γεωργεύω 1. 2) Ἀποδίδω, παράγω Κάρπ. Κρήτ. Κύπρ. (Γερμασ. Κυθρ. Πεδουλ. κ.ἀ.): Τὸ χωράφι γιˬωργᾶ, σὰτ τοῦ ᾽άλῃς κοπρέα (᾽άλῃς = βάλης) Κάρπ Ὁ τόπο μας δὲν γιˬωργᾷ bοστάνιˬα Κρήτ. Ἡ χώρα αὐτὴ γιˬωργᾷ τὰ κουτὰ Κύπρ. Τὸ μελίσσι μου ᾽έν ἐγιˬώρκησε πολὺμ μέλιν αὐτὀθ. || Παροιμ. Ἅνdαν γιωρκήσ᾽ ἡ Μεσαρκά, | χορταίνουν μάννες τζαι᾽ παιδκιˬά, ἅνdαν γιˬωρκήσῃ ἡ Πάφου, | πκιˬάσ᾽ τὰ ροῦχα σου τζαὶ χάθ-θου (ἅνdαν = ὅταν, Μεσαρκὰ = Μεσαριὰ) Κύπρ. (Λευκόνοικ.) Ἄν γιˬωρκήσῃ ἡ Σολιˬά, τρῶσιν κλωσσαρκὲς μὲ τὰ πουλλιˬὰ (κλωσσαρκὲς = κλῶσσες) αὐτόθ. Ἄν γιˬωρκήσῃ τὸ Καρπάσιν, | ἔν᾽ νὰ φάμεν κολοκάσιν (Καρπάσιν = Καρπασία, κολοκάσιν = τὸ κονδυλόρριζον φυτὸν κολοκάσιον) αὐτόθ. Ἅνταν γιˬωρκήσουν τὰ βουνά, ἐσοὺ τοὺς κάμπους χώρει (χώρει = θώρει) Κύπρ. ᾽Ποὺ τὸ συκαμινόφυλ-λο γιˬωρκοῦσι τὸ μετ-τάξι, ὅπο͜ιος μᾶς εἶεν τσ᾿ εἶπεν το, νὰ μὲν ἀναστενάξῃ (᾽ποὺ = ἀπό, εἶεν = εἶδεν) Κύπρ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Συνών. ἀποδίνω, ἀποφέρνω 1. β) Μεταφ.͵ γεννῶ, παράγω Κάρπ. Κύπρ.: Φρ. Ποὺ νὰ γιˬωργήσ᾽ ἡ ψεῖρα ᾽ς τὸ καφάσ᾽ σου (ἀρὰ) Κάρπ. || Παροιμ. Ἔτσι τό ᾽χει ἡ κόκ᾽κα του ᾿ὰν γιωρκᾷ φτεῖρες (κόκ-κα = κεφαλὴ, ἐπὶ τῶν ἐπισυρόντων μεθ᾽ ἑαυτῶν τῆν κακοτυχίαν) Κύπρ. || ᾌσμ. Ποὺ νὰ χαρῇς τὴμ μάν-να σου, λυπήθ-θου με κ᾽ ἐμέναν, φιλιˬὰ γιˬωρκᾷς ἐσὺ πολ-λά, δῶσ᾽ μου κ᾽ ἐμέν᾽ κανέναν Κύπρ. Κι ἄντρας μου κεῖται κιˬ ἀρρωστεῖ καὶ λέου κιˬ ἀποθαίνει, ξαρρωστικὸ μοῦ ᾽ύρεψε, τὸ δὲ γιˬωργᾷ ᾽ς τὸκ κόσμο (ξαρρωστικὸ = φάρμακο) Κάρπ. 3) Καρποῦμαι, λαμβάνω εἰσόδημα Κάρπ. Κύπρ. (Γερμασ. Κυθρ. Πεδουλ κ.ἀ.) - Χ. Παλαίσ., ἔνθ᾽ ἄν.: Φέτι άστοέψαμεν τσ᾽ ᾽έν ἐγιˬωρκήσαμεσ σιτάριν Κύπρ. (Γερμασ.) Ἐγιˬωρκήσαμεφ φέτι λ-λίες πατάτες ταὶ πρέπει νὰ ᾽γοράσουμεν τζ᾽ ἄλλες (λ-λίες = ὀλίγες) αὑτόθ. || Παροιμ. Ἅνdαν γιˬωρκᾷς μὲν αίρεσαι τσ᾽ ἅνdαν᾽ στοχᾷς μὲν πλήσσῃς (ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ εἶναι συγκρατημένος κατὰ τὰς ἐπιτυχίας καὶ ἀποτυχίας) Κύπρ. Ὡσὰγ γιˬωρgᾷς, μὴχ χαίρεσαι, σὰν ἀστοχᾷς, μὴ κλαίῃς (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κάρπ. || Ποιημ Ἐαίρουμουν πού ᾽καμα γιˬόν, πὼς εἶεν νὰ μὲφ φτάσῃ πὼς ᾽ὲν-νὰ σπέρνῃ, νὰ γιˬωρκᾷ, | νὰ μὲν τὸφ φάῃ μισταρκὰ τσαὶ νὰ ψουμοχορτάσῃ (᾽ἑν-νὰ = θενά, θά, μὲν = μή, μισταρκὰ = ἡ ἐπὶ μισθῷ ἐργασία) Χ. Παλαισ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. καρπίζομαι, σοδε͜ιάζω, σοδεύω, συγκομίζω. 4) Ὀφελῶ, παρέχω ὠφέλειαν Κρήτ.: Μὲ γεργᾷ ἡ ρατσὴ (= ρακή). Δὲ μὲ γεργᾷ ἡ φαμεγικὴ (= ἡ ἐργασία τοῦ ὑπηρέτου). Συνών. ὠφελεύω· ἀντίθ βλάφτω 11, ζημιώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA