γεώτρηση
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεώτρηση
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γεώτρηση ἡ, λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. πολλαχ. γιˬώτρηση Πελοπν. (Γαργαλ. Γορτυν. Μαργέλ. Τριφυλ. κ.ἀ.) γεώτρ᾽ση Λευκ (Φτερν.) γιˬώτρησ᾽ σύνηθ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Τὸ νεώτ. οὐσ. γεωτρησις.
Σημασιολογία
Ἡ διὰ τεχνικῶν μέσων διάνοιξις ὀπῆς εἰς τὴν γῆν μὲ σκοπόν: 1) τὴν ἀναζήτησιν καὶ ἀνακάλυψιν κοιτασμάτων ὀρυκτῶν, 2) τὴν ἐξαγωγὴν καὶ ἐκμετάλλευσιν χρησίμων ὑγρων ἢ ἀερίων εὑρισκομενων ὑπο τὸ ἔδαφος, 3) τὴν ἐξακρίβωσιν τῆς ὑπογείου συστάσεως τοῦ ἐδάφους προκειμένου νὰ γίνῃ θεμελίωσις οἰκοδομῶν κ.λ.π. καὶ 4) τὴν προαγωγὴν τῶν γεωλογικῶν ἐρευνῶν ἔνθ᾽ ἂν.: Ἐργάζεται ᾽ς τὶς γεωτρησεις που γίνονται ᾿ς τὴ Χαλκιδική. ᾿Σ τὸ χωριὸ του γίνονται γεωτρήσεις, για νά βροῦν φλέβα νεροῦ Τὸ Ἰνστιτοῦτο Γεωλογικῶν καὶ Μεταλλευτικῶν Ἐρευνῶν κάνει γεωτρήσεις σὲ πολλὰ μέρη τῆς Ἑλλάδας. Τὰ ἐργαλεῖα ποὺ χρησιμοποιοῦνται ᾽ς τὶς γεωτρήσεις εἶναι πολὺ ἀκριβὰ σύνηθ. Κάμανε γεώτρ᾽ση κ᾿ ἔτρεξε τὸ νερὸ ἄb᾽λας (ἄφθονο) Φτερν. Τοὺν εἴπανι π᾽ θὰ γίν᾽ γιώτρη᾽, γι᾽ αὐτὸ φέρανι τοὺ γιουτρύπανου. ᾽Σ τ᾽ Θάσου γί᾽κι γιˬώτρη᾿ κὶ βρήκανι πουλὺ πιτρέλιˬου σύνηθ. βορ. ἰδιωμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA