ἄχρειος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄχρειος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄχρειος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Χαλδ.) ἄχρειους βόρ. ἰδιώμ. ἄχρε͜ιος Τῆλ. ἄχρους Μακεδ. (Καστορ.) ἄχρειγιˬος Θρᾴκ. (Σαρεκκλ) Πόντ. (Κερασ.) ἀχρεῖος Πελοπν. (Μάν.) ἀχρεῖγιˬος Ἄνδρ. ἀχρεῖε Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀχρεῖος, παρ' ὃ καὶ μεταγν. ἄχρειος. Πβ. Ἡρωδιαν. 1, 136 (ἔκδ. ALentz) «παρὰ τὸ χρεία τὸ κατὰ στέρησιν ἄχρειος ὡς μοῦσα ἄμουσος».
Σημασιολογία
Α) ᾿Επιθετικ. 1) Ἄχρηστος Τῆλ. 2) Αἰσχρός, ἄσεμνος, βωμολόχος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Χαλδ.): Ἄχρεια λόγια-πράματα κττ. Ἄχρειες κουβέντες κοιν. Ἀχρεῖγιˬο παιδὶ Ἄνδρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀχρειάνης 1. Β) Οὐδ. πληθ. οὐσ. 1) Αἰσχρολογίαι κοιν.: Ὅλο ἄχρεια λέει. Τοῦ κόσμου τ᾿ ἄχρεια λέει. 2) Αἰσχρουργίαι πολλαχ. καὶ Πόντ. (Οἰν.): Τῆς ἔκανε ἄχρεια (τὴν ἐβίνησε) πολλαχ. Ἔκαμαν ἄχρεια Λεξ. Δημητρ. ᾽Φτάγω ἄχρεια Οἰν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA