ἀρόλιθος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρόλιθος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀρόλιθος ὁ, Ἀντικύθ. Κρήτ. -Λεξ. Βλαστ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀρὸς καὶ λίθος.

Σημασιολογία

Φυσικὸς ἣ τεχνητὸς λάκκος ἐπὶ πέτρας εἰς τὸν ὁποῖον συνάγεται ὕδωρ τῆς βροχῆς ἔνθ’ ἀν.: Ξάνοιξε νὰ δῇς ἂν ἔχῃ ὁ ἀρόλιθος νερὸ νά φέρῃς μιˬὰ ᾿ολεˬὰ νὰ τὸ πιˬοῦμε (’ολεˬὰ=γουλεˬὰ) Κρήτ. Δὲν ἤβρεξε γιˬὰ νὰ γεμίσουν οἱ -- ἀρόλιθοι νερὸ αὐτόθ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Κρήτ. Χίος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/