γημόριˬασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γημόριˬασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γημόριˬασμα τό, ἀμάρτ. γωμόριˬασμα Πελοπν. (Βερεστ. Μαργέλ. Παιδεμέν. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ρ. γημοριˬάζω, ὅπου καὶ γωμοριˬάζω.

Σημασιολογία

Ἡ συμφωνία τῆς παραχωρήσεως ἀροτριῶντος ζῴου εἴς τινα δι᾽ ἀγροτικἀς ἐργασίας ἐπὶ πληρωμῆ εἰς εἶδος, δημητριακὰ ἢ ὄσπρια, ἢ εἰς μετρητά, ἔνθ᾽ ἀν.: Νὰ κάνῃς καλὰ τὸ γωμόριˬασμα μὲ τὸν Ἀρεστείρη, μήν τοῦ δώκῃς τὸ βόιˬδι καὶ δὲ σοῦ δώκῃ τὸ γώμορο! (Ἀρεστείρη = Ἀριστείδη) Μαργέλ. Δὲν τὰ εἴχανε κανονίσει καλὰ ᾿ς τὸ γωμόριˬασμα, καὶ τώρα ὁ σέμπρος δὲν τοῦ δίνει οὔτε τὸ κανονικὸ γώμορο Βερεστ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/