γήμορο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γήμορο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γήμορο τό, Ἤπ. (Βαβούρ. Λειὰ ᾽Γσαμαντ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) -Α. Βαλαωρ., Ἔργα 3,367 Γ. Βλαχογιάνν., Τὰ παλληκάρ., 71 Ν. Ἀναγνωστόπουλ., Ἀγροτ. Μεταρρύθμ., 46 - Λεξ. Βυζ. Βλαστ., 292 καὶ 296 γήμουρο Πελοπν. (Λεῦκρ. Μάν.) ᾿ήμορο Ἤπ. (Βαβούρ. Λειὰ Πάργ. Πωγωνιαν. Τσαμαντ. κ.ἀ) Θρᾴκ (Αἶν.) Ἰόνιοι Νῆσ. ᾽ήμουρου Ἤπ. (Ἄγναντ. Δωδών. Ζαγόρ. Ἰωάνν. Κούρεντ. Πράμαντ.) Θεσσ. Μακεδ. (Γρεβεν. Κατάκαλ. Τρικκοκ. Τριφὐλλ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Φθιῶτ.) γιˬώμορο Μεγαρ Πελοπν (Αἰγιάλ. Βούρβουρ. Ἦλ. Καλάβρυτ. Λιγουρ. κ.ἀ.) γιˬώμουρου Θεσσ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀράχ. Καλοσκοπ. Παλαιοχ Παρνασσ. Φθιῶτ. Φωκ. Χαιρών κ.ἀ.) γιˬούμορο Πελοπν. (Κοπαν.) γιˬούμουρο Πελοπν. (Τριφυλ.) γιˬώμπορο Στερελλ. (Μαλεσ.) γιˬωb᾽ρου Στερελλ. (Λοκρ.) γώμορο Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ Γεράκ. Κόκκιν. Κοντογόν. Μαργέλ. Παιδεμέν. κ.ἀ.) γώμαρο Βιθυν γέμορο Στερελλ. (Δεσφ.) γέμουρο Κύθηρ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Δημητσ. Ἑρμιόν. Λεῦκτρ. Σαηδόν.) γέbορο Πελοπν (Γορτυν. Δίβρ. Κερπιν. Λάστ.) γέbουρο Πελοπν. (Μάν.) γέμουρε Τσακων. γέμερο Πελοπν. (Ἀναβρ.) γιˬάμορο Πελοπν. (Λεχαιν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γημόριον. Οἱ διὰ τοῦ γιˬωγω, γε- ἀρχόμενοι τύπ. ἀπὸ τὸ παράλληλον παρ᾿ Ἡσυχ. οὐσ. γεωμόριον.
Σημασιολογία
1) Τὸ ποσὸν τοῦ εἰσοδήματος εἰς εἶδος, τὸ ὁποῖον ἀποδίδεται κατόπιν συμφωνίας ὑπὸ τοῦ καλλιεργητοῦ εἰς τὸν ἰδιοκτήτην τοῦ καλλιεργηθέντος ἀγροῦ Βιθυν. Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἰωανν. Πράμαντ. Πωγωνιαν.) Θεσσ. Θράκ. (Αἷν.) ᾽Ιόνιοι Νῆσ Κύθηρ. Μέγαρ. Μακεδ (Γρεβεν. Κατάκαλ. Τρικοκκ. Τριφὐλλ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Αἰγιάλ. Ἀναβρ. Ἀρκαδ. Βερεστ. Βουρβουρ. Γορτυν Δίβρ. Ἐρμιόν. Ἦλ. Κερπιν. Καλάβρυτ. Κοπαν. Λάστ. Λεῦκτρ. Λεχαιν. Λιγουρ. Μάν. Μαργέλ. Παιδεμέν. κ.ἀ.) Στερελλ.(Αἰτωλ. Ἀράχ. Δεσφ. Καλοσκοπ. Λοκρ. Μαλεσ. Παλαιοχ. Παρνασσ. Φθιῶτ Φωκ. Χαιρών. κ.ἀ.) Τσακων. κ.ἀ. - Ν. Ἀναγνωστόπ., ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Βλαστ., ἔνθ᾽ ἄν.: Τό ᾽δωκα τὸ χωράφι μὲ γέbορο Δίβρ. Τό ᾽δωκε μὲ γώμορο τὸ χωράφι ᾽ς τὴν Ἀηδονόβρυση Μαργέλ. Ὁ Πάνος τά ᾽δωσε ὅλα μὲ γιώμορο Αἰγιάλ. Φέτου δὲ gαλλιˬεργάου, θὰ τὰ δώσου οὕλα τὰ χουράφιˬα μὶ τοὺ γιˬώμουρου Παλαιοχ. Νι᾽ ἐδοῦκα τὰ χούρα μι μὲ τὸ γέμουρε (τοῦ ἔδωσα τὸ χωράφι μου μὲ τὸ γήμορο) Τσακων. Αὐτὸς ἔσπειρε δυˬὸ κοιλὰ σ᾿τάρι, κ᾽ ἐμένα μοῦ ᾽στειλε γώμαρο ἕνα κοιλὸ Βιθυν. Ἔδουσα πέντι μ᾿σουκούβιλα γιˬώμουρου (μ᾽σουκούβιλα, μισοκούβελα = μέτρον χωρητικότητος δέκα ὀκάδων σίτου) Ἀράχ. Ἀπὶ τὴν ἔρ᾽μη τὴ σπορὰ τ᾽ ᾶφεντὸς τὸ ᾿ήμορο, τοῦ βασιλιᾶ τὸ δέκατο, τοῦ δραγάτη, τοῦ ζευγᾶ, κιˬ ἂν μείνῃ, νὰ μεράσωμε Ἰόνιοι Νῆσ. Δὲ μοῦ ᾽φιρις τοὺ γιˬόμουρου ἀπ᾽ τὰ χ᾽κκιˬὰ (= κουκκιἀ) Παλαιοχ. Ἦρθι οῦ Νάους καὶ πῆρι τοὺ ᾽ήμουρου ἀπ᾽ τοῦ χουράφ᾽ του Πράμαντ. ᾽Σ τὸ ἁλώνι δίνεται τὸ ᾿ήμορο ᾽ς τὸν ἀφέντη Πωγωνιαν. || Ποίημ. . . . Ὅσα κι ἂν ἀδράξη στάχυˬα εἴτε μεστὰ εἶτ᾽ ἄμεστα τὰ κόβει γιˬὰ ν᾽ ἀδράξῃ διπλὸ τριπλὸ τὸ γήμορο . . . (ἐνν. ὁ Χάρος μὲ τὸ δρεπάνι τοῦ θανάτου) Α. Βαλαωρ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών ἀντικούκκι, ἀντισπόρι, ἀντίσπορος 1, ἀποκοπὴ 7 β , κανίκι, πάχτο, χωραφιˬάτικο, χωραφοσκέπαση β) Οἱονδήποτε εἰσόδημα ἐκ τῆς καλλιεργείας ἀγροῦ, μισθώσεως ἀροτριῶντος ζώου ἢ καὶ ἄλλοθεν Πελοπν. (Βούρβουρ. Μάν. κ.ἀ.): Ἔβαλε τὸ περιβόλι του ἀνέχερο, ἀλλὰ θὰ μαζούνῃ τὸ γέbουρο (ἀνέχερο = ἐνέχυρον) Μάν. Ἔδωκε τὰ πρόβατα ἁπὰ ᾽ς τὸ γέbουρο (δηλ. ὅταν ἄρχισαν νὰ γεννοῦν) αὐτόθ. Πῶς τό ᾽χεις τὸ βόιˬδι; - Τό ᾽χω μὲ τὸ γιˬώμορο Βούρβουρ. γ) Ποσὸν εἰς εἶδος ἢ εἰς χρῆμα καταβαλλόμενον εἰς τὸ κράτος παρὰ τῶν γεωργῶν διά τήν ὑπ᾽ αὐτῶν ἐνοικίασιν ἢ χρῆσιν ἐθνικῶν κτημάτων Ἤπ. (Δωδών. Κούρεντ. Λειὰ Πράμαντ.) - Γ. Βλαχογιάνν., ἔνθ᾽ ἀν.: Γιατί δὲν πληρώνετε τὸ γήμορο ᾽ς τὸ δασμολόγο; εἶπε ὁ ἀντέπαρχος αὐστηρὰ Γ. Βλαχογιάνν ἔνθ᾽ ἀν. 2) Μεταφ., ἡ ἐξ οἱασδήποτε αἰτίας στενοχωρία ἢ ἀνησυχία Πελοπν. (Μάν.) Μᾶς ἦρθε κιˬ ὁ μουσαφίρης γέbουρο. Συνών. μπελᾶς, πονοκέφαλος. σκοτούρα, φόρτωμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA