γήπεδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γήπεδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γήπεδο τό, κοιν. γήπιδου πολλαχ. | βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. γήπεδον.
Σημασιολογία
Ὑπαίθριος χῶρος διευθετημένος δι᾽ ἀθλητικὰς ἀσκήσεις κοιν.: Τὸ γήπεδο τοῦ Ὀλυμπιακοῦ - τοῦ Παναθηναϊκοῦ κ.τ.τ. Οὕ᾽ ἡ νεολαία κάθε Κυριακὴ ἀπόγιˬομα πάει ᾽ς τὸ γήπεδο Πελοπν. (Γαργαλ.) Μικροὶ μεγάλοι τώρα πᾶνε ᾽ς τὰ γήπεδα νὰ ἰδοῦνε ποδοσφαιρικοὺς ἀγῶνες Ἀθῆν Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ. Γήπεδο Κρήτ. (Κίσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA