γησόμηλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γησόμηλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γησόμηλο τό, ἀμάρτ gησόb᾽λου Μακεδ. (Ἑλάτ. Κοζ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τὥν οὐσ. γῆ καὶ μῆλο.

Σημασιολογία

1) Εἶδος βολβοφόρου φυτοῦ, μὲ βλαστὸν καὶ βολβὸν ἐδώδιμον Ἐλάτ. 2) Εἶδος κυπείρου, πιθανῶς ἡ Κύπειρος ἡ ἐδώδιμος (Cyperus esculentus), τῆς οἰκογ. τῶν Κυπειριδῶν (Cypercaceae). Τὰ κονδυλώδη ριζώματα τοῦ φυτοῦ τούτου τρώγονται ὠμὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ, ὡς καὶ κατὰ τὴν ἀρχαιότητα. Πβ. Θεοφρ., Φυτ ἱστ. 4,8,14. Συνών. μῆλο τῆς γῆς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/