γήτεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γήτεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γήτεμα τό, Βιθυν. (Νικομήδ. Παλλαδάρ.) Εὔβ. (Κάρυστ. Κύμ.) Ἤπ. (Κοκκιν. Μαργαρ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. Κρήτ. Κύθν. Κῶς (Καρδάμ. κ.ἀ.) Μῆλ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Οἰν. Φιγαλ. κ.ἀ.) Ρόδ. Σίφν. Τῆν. Τσακων (Χαβουτσ.) Χίος (Βροντ. Ἐγρηγόρ. Πισπιλ κ.ἀ.) - Κ. Χρηστομ., Κερέν. Κούκλ. 75 Κ. Παλαμ., Δωδεκάλ. Γύφτ. 96, Ἀσάλ. Ζωὴ 94 καὶ Πεντασύλ. 135 Μ. Τσιριμώκ., Ἐκ βαθ. 75 - Λεξ. Βάιγ. Βυζ. γήτιμα Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Λιχὰς Στρόπον.) Θρᾴκ. (Κομοτ. κ.ἀ.) Ἴμβρ. Μακεδ. (Γήλοφ. Ἐράτυρ. Κεφαλοχ. κ.ἀ.) Σαμ. (Κουμαδαρ. Παλιόκαστρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Τσουκαλᾶδ. κ.ἀ.) γήτεμαν Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Σταυρ. Τραπ.) γήτεμ-μα Εὔβ. (Κουρ.) Μεγίστ. γκήτεμα Πελοπν. (Γύθ. Λακων.) γιˬούτεμα Πελοπν. (Γεράκ.) ᾽ήτεμα Κάρπ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Τσικαλαρ.) Σκῦρ ᾽ἠτεμ-μα Μεγίστ. ᾽ήτεμμαν Κύπρ. (Γερμασόγ. κ.ἀ.) ᾽ήτιμα Θεσσ. (Δομοκ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Τσουκαλᾶδ. Φθιῶτ κ.ἀ.) ἀγήτιμα Λεσβ. ἀήτεμα Θήρ. Μύκ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Σῦρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γητεύω.
Σημασιολογία
1) Ἡ δι᾽ ἐπῳδῶν καὶ μαγικῶν χειρονομιῶν ἐνέργεια πρὸς θεραπείαν νόσου ἢ ἀποτροπὴν κακοῦ ἐκ βασκανίας ἢ ἄλλης ἐπηρείας ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸ μάτι περνάει μόνο μὲ τὸ γήτεμα ἐνιαχ. Τὸ ἀνεμοπύρωμα θέλει γήτεμ-μα Κουρ. Τὰ μικρὰ ἅμα βασκαίνουdι, τὰ γλείφουν ᾽ς τὴ gούτρα τ᾿ς κὶ λέν Εἶπ᾽ ἡ Χριστὸς κ᾽ ἡ Παναγιˬὰ νὰ γιννηθῇ... Αὐτὸ εἶνι τοὺ γήτιμα Κομοτ. Τ-τοῦνες οἱ παρουλιˬάδες ποὺ ἔχεις ᾽ς τὴν ἀμουσκάλη σου θέλουνε γήτεμ-μα γιὰ νὰ περάσουνε (παρουλιˬάδες = ἐρεθισμὸς τῶν ἀδὲνων) Κουρ. Ἐγέμισε τὸ παιδί μου γλυκε͜ιὲς καὶ θένε ᾿ἠτεμα (γλυκε͜ιὲς = ἡ λοιμώδης παιδικὴ νόσος «ἀνεμοβλογιὰ») Τσικαλαρ. || Ποιήμ. Ὧ γύφτοι, ὦ μάγοι καὶ σοφοί, ποὺ σᾶς δουλεύουν οἱ δαιμόνοι, μέσ᾽ ᾽ς τὰ γητέματα, ᾽ς τὰ ξόρκιˬα καὶ μέσ᾿ ᾽ς τὴ Σολωμονικὴ Κ. Παλαμ., Δωδεκάλ. Γύφτ. 96. Μὰ τὴ στιγμὴ τὴ σιˬωπηλή, ποὺ κλεῖ τὸ μερονύχτι σκορποῦνται καὶ γητέματα καὶ κάθε σκέψη ψεύτρα Μ. Τσιριμώκ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. βλ. εἰς λ. γητε͜ιά. β) Ἡ ἐπῳδὴ ἐνιαχ. Συνών. γητε͜ιά. 2) Ἐμβόλιον Σκῦρ.: ᾽ ΄Ητεψα τὸ παιδί, μὰ δὲν ἔπιˬασε τὸ ᾽ήτεμα. Τὸ δικό μοτ᾽ ᾿ήτεμα φούσκωσε τσαὶ μοῦ τρώεται. Συνών. βατσίνα 1, βατσίνι (ΙΙ), δαμαλίδα, μπόλι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA