γιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
γιὰ πρόθ. (Ι) διὰ λογ. κοιν. καὶ δημῶδ. Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ. κ.ἀ.) Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) Τσακων. γιˬὰ κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. Κοριλ. Μαρτ.) Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ.) Καππ. (Δίλ. κ.ἀ.) Λυκαον. (Σίλ.) Τσακων. (Βάτικ. Καστάν. Πραστ. Χαβουτσ.) gιˬὰ Ἀπουλ (Καλημ. Καστριν.) ζὰ Σίκιν. Φολεγ ὰ Μακεδ. (Γρεβεν.) ᾿ιˬὰ Θεσσ. (Μεσοχώρ.) Θήρ. Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κρήτ. Μακεδ. (Γαλατ. Δρυμ. Καταφύγ. Σιάτ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ. Δανακ.) Προπ. (Μαρμαρ.) ᾽εˬὰ Μακεδ. (Νάουσ.) γι᾽ σύνηθ. καὶ Ἀπουλ. (Στερνα) γὶ Θεσσ. (Μασχολούρ.) γιˬὲ Μακεδ. (Καστορ.) - Γ. Μπακάλ., Καναγκ. Καστορ., 9 γκὲ Καλαβρ. (Μπόβ.) νιˬὰ Σκῦρ. ὀγιˬὰ Κρήτ. (Ἅγιος Βασίλ. Νεάπ. Σέμπρον. κ.ἀ.) - Ε. Φραντζεσκ., Ἀριάδν., 48, 70,81,108. ὀγιˬανὰ Κρητ. ἐγιˬὰ Κάσ. ἀδιˬὰ Καππ. (Ἀνακ. κ.ἀ.) γιˬατὰ Ἀνάφ. Ἄνδρ. Βιθυν. (Κίος) Ζάκ. Θρᾴκ. Κρήτ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μῆλ. Πάρ. (Λεῦκ.) Σκόπ. - Α. Ἐφταλ., Μαζώχτρ., 6 γιˬατ᾽ ἌΘ. Ἤπ. (Δίβρ.) Θρᾴκ. Λευκ. Μακεδ. (Ἄσσηρ. Δάφν. Λιτόχ.) Πόντ. (Κερασ Ὄφ. Τραπ.) Στερελλ. (Παρνασσ.) διˬάτ᾽ Μακεδ. (Μάγ. κ.ἀ.) ᾿ιˬάτ᾽ Μακεδ. (Σιάτ.) Προπ. (Μαρμαρ.)
Ετυμολογία
Ἡ ἀρχ. πρόθ διὰ κατὰ συστολὴν εἰς μίαν συλλαβὴν καὶ ἀποβολὴν τοῦ ἀρκτικοῦ δ: διὰ > δjὰ > jά. Βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1,197 καὶ 2,493 κ.ἑ Ὁ τύπ. γιˬὰ ἤδη Βυζαντ. Βλ. Ἐρωτόκρ. Α 920, 921, Β 29 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.) Ὁ τύπ. γι᾽ πρὸ φων. κανονικῶς κατ᾽ ἔκθλιψιν τοῦ α. Ὁ τύπ ᾽ιˬὰ καὶ Βυζαντ. Ἰδ. Πεντάτευχ (ἔκδ. D.C. Hesseling) Γένεσ. 1,14,15,18 καὶ 4,15. Ὁ τύπ. ὀγιˬὰ εἷναι ἐπεκτεταμένος τύπ. τὴς προθ. γιˬὰ διὰ προθετ. ο εἰς τὴν Κρητικὴν ποίησιν χάριν τοῦ μέτρου. Κατὰ Κορ., Ἄτ. 1,168 καὶ Σ. Καψωμέν. εἰς Byzant. Zeitschr. 51(1958), 135 ὁ τύπ. ὀγιˬὰ ἐκ τοῦ ὡς γιˬὰ, ἐνῷ κατὰ τὸν Σ. Ξανθουδ. (Ἐρωτόκρ., 640) ὁ τύπ. ὀγιˬὰ ἑρμηνεύεται διὰ τῆς προσκολλήσεως εἰς τὸ γιˬὰ τοῦ ληκτικοῦ ο τῆς προηγουμ. λέξεως. Οἱ τύπ. γιˬατὰ καὶ γιˬα τ᾽ ἀναλογικ. πρὸς τὴν πρόθ. μετά. Δηλ. κατὰ τὰ μετ᾽ ἐμένα καὶ μετ᾽ ἐσένα ἐλέχθη γιˬατὰ μένα, γιˬατὰ σένα, γιˬατ᾿ αὐτόν. Πβ. Γ. Χατζιδ. εἰς Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ., 7(1910-11) 83 καὶ ΜΝΕ 2,99,491. Κατὰ τὸν Α. Α. Παπαδόπ. ὁ τὐπ. γιˬατ᾽ προῆλθεν ἀπὸ τὴν πρόθ. γιˬὰ καὶ τὸ ἀρθρ. τὸ, τὸ ὁποῖον ἔπαθεν ἔκθλιφιν, διότι συνήθως ἠκολούθει κτητικὴ ἢ προσωπικὴ ἀντων. ἀρχομένη ἀπὸ φωνήεντος γιˬὰ τ᾿ αὐτουνοῦ, γιὰ τ᾽ ἐσὲν κ.τ.τ. Βλ. Ἀρχ. Πόντ. 15 (1950) 30-31. Ὁ τύπ. διˬάτ᾿ ἀναλογικ. πρὸς τὸν μετ᾽ Βλ. Κορ., Ἄτ. 1,70 καὶ Γ. Χατζιδ. εἰς Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ., 8(1911.12), 28. Ὁ τύπ. ᾽ιˬάτ᾽ ἥδη Βυζαντ. Ἰδ. Πεντάτευχ. (ἕκδ. D.C. Hesseling) Γένεσ. 4,15 καὶ 21,31.
Σημασιολογία
Ἡ πρόθ. εὑρίσκεται ἐν συντάξει καὶ σημαίνει 1) Τὸ τελικὸν αἴτιον, τὸν σκοπὸν καὶ συντάσσεται (α) μετ᾿ αἰτιατ. ἢ καὶ ὀνομαστ. κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καστριν. Κοριλ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. Πόντ. (Ὄφ κ.ἀ.) Τσακων. (Χαβουτσ. κ.ἀ.) Πῆγε γιˬὰ τὸ γιˬατρὸ - γιˬὰ τὴ μαμμὴ - γιˬὰ τὸ βιβλίο - γιˬὰ τὰ χρήματα. Φροντίζει γιˬὰ τὴν ὑγεία του. Ἡ κυβέρνηση πάει γιˬὰ ἐκλογές. Σκοτώθηκε γιˬὰ τὴν πατρίδα. Ἀγωνίστηκε γιˬὰ τὴ θέση του κοιν. Δὲν ἔχουμι κιρὸ γιˬὰ χάσ᾽μου Μακεδ (Γρεβεν.) Δὲν εἶνι ὰ περ᾽γέλου, εἷνι νὰ τοὺν λυπᾶτι κανένας αὐτόθ. Θ᾽ ἀνεβοῦμε ζὰ δουλε͜ιὰ Φολέγ. Ἰπῆε ᾽εˬὰ μποϊὰ Μακεδ. (Νάουσ.) Ἦρθι κιρὸς γιˬὰ τὰ γκόρτσα - γιˬὰ τὰ σοῦρβα - γιˬὰ τὰ κράνα (γκόρτσα = ἀγριάχλαδα· σοῦρβα = καργιˬὰ τοῦ δένδρου σουρβιᾶς, τὴς ὄας· κράνα = καρποὶ τοῦ δένδρου κρανείας) Μακεδ. (Καστορ.) Κόπιˬασε γιˬὰ τὸν κεντινὸν (= ἀπογευματικὸν καφὲ) Χίος Ἐγὼ διˬὰ φαγὶ δὲν ἦρτα, ἀδιˬὰ πιˬοτὶ ᾽κὲ ἦρτα Καππ. Γιˬὰ τὸν Κώστα ἐγόρασα τὸ φέσ᾽ Πόντ. (Ὄφ.) Τό ᾽βραμε bούρbερη τὸ κρεμμύδι, μήτε γιˬὰ σημάδι δὲ βγάλαμε (bούρbερη = φωτιά, καμένο) Πελοπν. (Ξεχώρ.) || Φρ. Γιˬὰ καλὸ καὶ γιˬὰ κακό. Δουλεύει γιˬὰ τὰ μάτιˬα τοῦ κόσμου (πρὸς ἐπίδειξιν) κοιν. Νάγ-γιˬὰ καλό! (εὐχὴ) Ἀπουλ. (Κοριλ.) || Παροιμ. φρ. Ὁ τάδε εἶναι γιˬὰ κρεμάλα - γιˬὰ πνίξιμο - γιˬὰ σκότωμα (ἐπὶ ἀνθρώπου αἰσχροῦ, ἀξίου παραδειγματικἣς τιμωρίας) Ὁ καβγᾶς γιˬὰ τὸ πάπλωμα (φιλονικία δι᾽ ἰδιοτελεῖς σκοποὺς) κοιν. || Παροιμ. Πῆγε γιˬὰ μαμμὴ κ᾽ ἔκατσε λεχῶνα (ἐπὶ τῶν ὀκνηρὥν καὶ βραδυκινὴτων ἀτόμων) Πελοπν. (Τριφυλ. κ.ἀ.) Ἐδιˬάης γιˬὰ μαμμὴ κ᾿ ἤκατσες γιˬὰ λοχοῦ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.). Ἡ παροιμ είς παραλλαγ. πολλαχ. Πῆγε γιˬὰ μαλλὶ καὶ βγῆκε κουρεμένος (ἐπὶ τῶν παθόντων τὰ ἀντίθετα ἀπ᾿ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐπεδίωκον) πολλαχ. Ἰὰ καλὸ καὶ ᾿ιˬὰ κακὸ | θάψετέ τον λαϊκὸ (διὰ κάθε ἐνδεχόμενον εἶναι ἀνάγκη νὰ λαμβάνωμεν τὰ μέτρα μας· ἐκ παροιμιομύθου διὰ πρεσβυτέραν χηρεύσασαν, ἡ ὁποία ἤθελε νὰ ὑπανδρευθῇ μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ἱερέως συζύγου της) Νάξ. (Ἀπύρανθ.). Διψᾷ τὸ ροῦχο γιˬὰ κορμὶ καὶ τὸ κορμὶ γιὰ ροῦχο (ἐπὶ ἀναγκαίας συνυπάρξεως) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 62,130 Κλαῖνε τὰ ροῦχα γιˬὰ κορμὶ καὶ τὸ κορμὶ γιˬὰ ροῦχα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) αὐτόθ, 142,383 || ᾌσμ. Ποῦ νὰν τὴ φκε͜ιάξω τὴ φωλιˬά; Στοῦ βαγενιˬοῦ τὸν πίρο; Πᾶν οἱ μπεκρῆδες γιˬὰ κρασί, τὴ βρίσκουν, τὴ χαλᾶνε Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἔχουν κιˬ ἀδέρφια δικουχτώ, ὅλα γιˬὰ τοὺ πολέμου Λέσβ. Ἐμεῖς θὰ πολεμήσωμεν ὀγιˬὰ τὴ Χρισθιˬανότη, βάλετε μαῦρα ᾿ς τὸ κορμί, πούρι δὲν εἶστε πρῶτοι (πούρι = βεβαίως) Κρήτ. (Ἅγιος Βασίλ.) Τηράει γιˬὰ σκέπη τοῦ σπιτιοῦ, τηράε͜ι γιˬὰ παραθύρι Σ. Ζαμπελ., ᾌσμ. δημοτ 749. ᾿Σ τὰ γόνατά μου τὸν κρατῶ, ᾽ς τὰ στήθη μ᾽ ἀκκουμπάει, κιˬ ἄν τον πεινάσῃ γιˬὰ φαγά, τρώ᾽ ἀπὸ τὸ κορμί μου, κιˬ ἂν τὸν διψάσῃ γιˬὰ νερὸ πί᾽ ὀχ᾽ τὰ δυˬό μου μάτιˬα (μοιρολ.) A. Passow, Popular. carm., 292. Ἄν εἶναι γιˬὰ προξενητής, ἂς ἔλθῃ παραμέσα, κιˬ ἂν εἶναι γιˬὰ διˬαβολευτής, ἂς πάῃ παραέξω Βύρων 2,310 (β) Μετὰ γενικ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.): Ἔλα ᾽δῶ, γιˬὰ καλοῦ σου, ἄ θέλῃς. Ἐγὼ ᾽ς τὸ λέω γιˬὰ καλοῦ σου· σὺ κάμ᾽ ὅπως θέλεις. Ἡ συμ. καὶ Βυζαντ. Βλ. Ἐρωτοπαίγν. σ. 22 στ. 242-243 (ἔκδ. Hesseling-Pernot) «Δὲν τὰ ἔθεσες (τὰ δέκα κοντάρια) διὰ κάκωσιν οὐδὲ κακὸν κανένα, | ὀδι᾽ ἀγάπην τἄθεκες κ᾽ ἐμένα κόφτει ὁ πόνος». 2) Τὸ ἀναγκαστικὸν αἴτιον, τὸν λόγον, τὴν αἰτίαν διὰ τὴν ὁποίαν γίνεται κάτι. Συντάσσεται πάντοτε μετ᾽ αἰτιατ. κοιν. καὶ Ἀπουλ (Μαρτᾶν.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ (Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) Τσακων.: Παθαίνω - ὑποφέρω - βασανίζομαι κλπ. γιˬὰ τὴν ἀγάπη του - γιˬὰ τὴν ἀνοησία του - γιˬὰ τὴν κακία του - γιˬὰ τὸ πεῖσμα του κττ. Τὴ θαυμάζω γιˬὰ τὴ χάρη της - γιˬὰ τὴ σοφία της - γιˬὰ τὴν ἐξυπνάδα της. Γιˬ᾿ αὐτὸ δὲν τῆς μιλάω. Γιˬ᾿ αὐτή του τὴ συμπεριφορὰ θὰ χύσῃ μαῦρο δάκρυ κοιν. Θὰ πάου ἄδικα γιˬὰ ἕναν θυμὸ τοῦ βασιλέα (ἐκ παραμυθ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Γιˬὰ τ᾽ν ἀνουησία τ᾽ πάου ἐγὼ ᾽ς φυλακὴ Θρᾴκ. (Σκόπ.) Γιˬὰ τὸ gόσμο θὰ σκάσω ᾽γω; Κρήτ. Ἐγὼ τὸ ᾿νεβάστουν ἀ᾽ τὴν ἀρχὴ τὸ λαδάκι καὶ γι᾽ αὐτὸ βρίσκεται ἀκόμα (᾽νεβάστουν = ἐξώδευον μὲ οἰκονομίαν) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γιˬατ᾽ ἀτὸ ὁ Θεὸς θὰ μᾶσε μεταφέρῃ ὅπως ᾽ς τὸ σεισμὸ Ἀνάφ. || Παροιμ φρ. Γιˬὰ ψύλλου πήδημα (δι᾽ ἀσὴμαντον ἀφορμὴν) κοιν. Γιˬὰ τὸν φόβο τῶν Ἰουδαίων (ἐπὶ ἀνθρώπου προνοοῦντος διὰ πᾶν ἐνδεχόμενον) λόγ. κοιν. Πβ. Κ. Δ. (Ἰωάνν. 20,19) Κουρμπάνι γίνουμι ᾽ιὰ σένα (κουρμπάνι = ζῷον θυσιαζόμενον είς πανήγυριν· θυσία γίνομαι γιὰ σένα) Μακεδ. (Δρυμ.) Γιˬὰ τὴ δική σου ζαβολιˬὰ ἔφαγα ᾽γὼ τὸ ξύλο (ἐπὶ παραλόγου τιμωρίας) Λεξ. Δημήτρ. || Παροιμ. Γιˬὰ τοὺ καρφὶ χά᾽ κὶ τοὺ πέταλου (ἐπὶ τῶν ἐπιθυμούντων τὰ ἀνάξια καὶ ἀσήμαντα καὶ στερουμένων τὰ πολύτιμα καὶ σημαντικὰ) Στερελλ (Φθιῶτ. κ.ἀ.) Γιˬὰ τὸ πρόβατο χάνει τ᾽ ἄλογο (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 47,69 || ᾌσμ. Γιˬὰ νὰ σ᾽ ἀφήσω δὲν μπορῶ, νὰ σ᾽ ἀρνηθῶ φοβοῦμαι, γιˬ᾽ αὐτὸ ἂς ἀγαπιˬώμαστε, ὅσο ν᾽ ἀνταμωθοῦμε Ἤπ. Μὰ τὸ σταυρὸν ποὺ κάνομε ᾽ς τὴν ἐκκλησὰ ποὺ πᾶμε, ᾽ιˬὰ ᾿γάπες ἂ σκοτώνουdαι, πρώτη, πουλλί μου, θά ᾽μαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Κόρη, κιˬ ἂν κλαῖς γιˬὰ τὸ νερό, κιˬ ἂν κλαῖς γιˬὰ τὸ πηγάδι, κιˬ ἂν κλαῖς ὀγιˬὰ τὸν κόπο σου, ἐγὼ σοῦ τὰ πλερώνω Κρητ. Ἡ σημ. ἤδη καὶ ἀρχ. Πβ. Ὁμ. Ο 41 «μὴ δι᾽ ἐμὴν ὶότητα Ποσειδάων ἐνοσίχθων | πημαίνει Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα, τοῖσι δ᾽ ἀρὴγει», Πλάτ., Πρωταγ., 360b «Θαρροῦσιν δὲ τὰ αἰσχρὰ καὶ κακὰ δι᾽ ἄλλο τι ἢ δι᾽ ἄγνοιαν καὶ ἀμαθίαν;» καὶ Βυζαντ. Πβ. Γύπαρ., Πρᾶξ. Β. στ. 377-379 (ἔκδ. Μ. Κριαρᾶ, σ. 183) «Γύρισε, πεθυμνιά μου, | μὲ σπλάχνος τὰ ματάκια σου νὰ δοῦσι τὰ δικά μου, | πῶς κλαίσινε γιὰ λόγου σου στράφου νὰ δῇς λιγάκι»᾽ Ἐρωτοπαίγν. στ. 21-22 (ἔκδ. Hesseling- Pernot, σ. 4) «Γιὰ τὴν ἀγάπην σου εἰς ἐμέν, γλυκύτατέ μοι ἀφέντη, μηδὲν ἔρχεσαι νὰ φιλῇς κοντὰ στὴν γειτονιάν μου». 3) Πρὸς χάριν, πρὸς ὠφέλειαν κάποιου. Συντάσσεται μετὰ αἰτιατ. καὶ μετὰ γενικ. εἰς τὰς ἐκφρ. γιˬὰ λόγου σου, γιˬὰ λόγου του κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. κ.ἀ.) Τσακων. Γιˬὰ τὸ παιδί της - τὴ μάννα της - τοὺς γονεῖς της δούλευε νύχτα-μέρα. Γιὰ σένα τό ᾽φκε͜ιασα τὸ γλυκό. Ὅλη τὴ ζωή του τὴ θυσίασε γιˬὰ τὸ κόμμα κοιν. Γιˬὰ σένα μπῆκα ᾽ς τὴ μέση Πελοπν. (Οἰν.) Γιˬὰ ᾽φτούνονε τὸν ᾽ξάδερφο θά ᾽ρθω καὶ θὰ ματάρθω Πελοπν. (Γαργαλ.) Γιˬὰ σένα μάλωσα Θρᾴκ. Ξεροκαταπίνει τὰ σάλιˬα του γιˬὰ τὴ Μαρία (τὴν ἀγαπᾷ) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πάει γιˬατὰ ᾽τσείνη Πάρ. (Λεῦκ.) Δόσ᾽τι γιˬὰ τοὺ ἅιˬ-Γιˬώργ᾽ ὅ,τ᾽ προυιρᾶτι Σάμ. Νὶ ἐμποῖκα γιˬὰ τὸ θίλε μι (τὸ ἔκαμα διὰ τὸν φίλον μου) Τσακων. Γιˬὰ τὸν κύρη μ᾽ καὶ γιˬὰ τὴ μάννα μ᾽ ἐγὼ δουλεύω Πόντ. Δὲ δουλεύει ὁ φυσικὸς ὁ νόμος πιˬὸ γλήγορα γιὰ τὰ μᾶς Α. Ἐφταλ., Μαζώχτρ., 6. || Παροιμ. Γιˬὰ τὸ χατίριν τοῦ βασιλικοῦ ποτίζεται τσ᾽ ἡ γλάστρα (ἐπὶ τῶν ἐπωφελουμένων ἐξ αἰτίας ἄλλων) Χίος (Πισπιλ.) κ.ἀ. Ἀνύπαντρος προξενητὴς γιˬὰ λόγου του γυρεύει (ἐπὶ τῶν ἐνεργούντων διὰ τὸν ἑαυτόν των ὑπὸ τὸ πρόσχημα ξένου συμφέροντος) κοιν. Ἡ τσούπα γιˬὰ λόγου της γυρεύει (τσούπα = κόρη· συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 109, 241 || ᾌσμ. Καὶ γιˬατ᾿ ἑσέν᾽ θὰ ᾽ίνουμαι καὶ κυνηγὸς ᾽ς ὀρμάνιˬα (ὀρμάνιˬα = ρουμάνια, δάση) Πόντ. (Ἴμερ.) ᾿Ιάτ᾽ ἰσένα, κυρὰ νύφη, | πέντε κάστρα μάλουνάνι κιˬ ἄλλα πέντι πουλιˬουμοῦσαν | ᾽ιˬὰ τὰ δυˬὸ σ᾽ τὰ μαῦρα μάτιˬα Μακεδ. (Σιάτ.) Ἐγὼ γιˬὰ τὸ χατίρι σου καὶ γιˬὰ τὴ λεβεντιά σου πῆρα τὰ δάκρυˬα δανεικά, τὰ μοιργιολόγιˬα ξένα (μοιρολ.) Πελοπν. (Γαργαλ.) 4) Σχέσιν ἢ ἀναφοράν, ὡς πρός, σχετικῶς μέ. Συντάσσεται μετὰ αἰτιατ. καὶ μετὰ γενικ. εἰς τὰς φρ. γιˬὰ λόγου σου, γιˬὰ λόγου του κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Στερνατ.): Μιλάει - ρωτάει - ἐνδιαφέρεται γιὰ σένα - γιˬὰ μένα - γιˬὰ τὸν πόλεμο - γιˬὰ τὸν καιρὸ κ.τ.τ. Μιλάει γιˬὰ τὰ παιδικά του χρόνιˬα. Ρωτάει γιˬὰ τὸν ἀδερφό του. Γιὰ φαἳ ἔχουμε, μὴ σὲ νο͜ιάζῃ. Μὴ μιλᾷς γιˬ᾿ αὐτὴ τὴν ὑπόθεση κοιν. Κακὸ κι ὀλέθριο γιˬὰ μᾶς Κίμωλ. Γιˬὰ τὰ λεφτὰ μιλούσαμε Πελοπν. (Οἰν.) Ἀντώνη, τι᾽ γροικᾷς γιˬὰ μένα; Σίφν. Λυπᾶμαι γιˬὰ λογαριασμό σου (γιὰ σένα) Ἀθῆν. Κοιμοῦμι, γιˬέ μου, κὶˬ γλέπου ἕνα γείνορο διˬάτ᾽ ᾽σένα Μακεδ. (Μάγ.) Γιˬατὰ σᾶς καλὰ εἶνι Σκόπ. Ὅσο γ-γιˬ᾽ αὐτό, ὁ ἄνdρας μου εἶναι νdρέτ-ος (= εἰλικρινὴς) Κῶς (Καρδάμ.) Πάινι ᾽ς τοὺν τζουμπά᾽ νὰ σ᾽ πῇ γιˬὰ τὰ πρόβατα Θεσσ. (Μασχολούρ.) Παίρνομε μιὰ gιˬανέd-dα ᾽ς τὴν ἀgλησία γιˬ᾽ ᾽ὸν ἀπεταμ-μένο (παίρνομε ἕνα ψωμάκι ᾿ς τὴν ἐκκλησία γιὰ τὸν πεθαμένο) Ἀπουλ. (Στερνατ.) || Παροιμ. Τὸ χωριˬὸ δὲν σὲ θέλει, καὶ σὺ ρωτᾷς γιˬὰ τοῦ παππᾶ τὸ σπίτι (δι᾿ ὅσους ἔχουν μεγάλας ἀπαιτήσεις, ἐνῷ οὐδόλως εἶναι ἀποδεκτοὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους) συνήθ. Γιˬὰ σὲ τὰ λέγω, πεθερά, | γιˬὰ νὰ τ᾽ ἀκούῃ ἡ νύφη (διὰ τοὺς ἐπιζητοῦντας νὰ νουθετοῦν τοὺς ἄλλους πλαγίως) κοιν. Συνών. παροιμ. Βαρεῖ τὴ θύρα, ν᾽ ἀκούσ᾽ ἡ παραθύρα· βαρεῖ τὸ σαμάρι, ν᾽ ἀκούσ᾽ ὁ γάιδαρος Σοῦ π᾽ ὁ φίλος γιὰ σιτάρι; | Πᾶρε τὸ σακκὶ καὶ τρέχα (δι᾽ ὅσους ἐκτελοὗν τὴν ἐντολὴν τῶν καλῶν φίλων ἀμέσως) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 276,115 || ᾌσμ. Νά ᾿σου, καρδιά μου, ἱκανή, | νὰ μὴ σὲ γνο͜ιάζῃ ᾽ιˬὰ κανεὶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἕdεκα ὀχτροὶ μοῦ τό ᾿πανε͵πουλλί μου, γιˬατὰ σένα, καὶ τώρα ἀγάπησα ἀλλοῦ κ᾽ ἐρνήθηκα ᾽ς ἐσένα Κρήτ. Πέντι πέρδικες πιτοῦσαν, | μέσ᾽ ᾽ς τ᾽ ἁλώνιˬα ᾽λουγιουρνοῦσαν, μέσ᾽ ᾽ς τ᾽ ἁλώνιˬα ᾽λουγιουρνοῦσαν, | γιˬατὰ μᾶς τὰ δυˬὸ ρουτοῦσαν Θρᾴκ. || Ποίημ. Μείναμε δύο! Ποιὸς παρακάτου ξέρει γιˬὰ μᾶς τί λέει τῆς Μοίρας τὸ βιβλίο! Γ. Μαρκορ εἰς Ἀνθολ Η. Ἀποστολίδ., 232. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Πβ. Ἰμπέρ. καὶ Μαργαρ. στ. 821-822 (ἐκδ. Μ. Κριαρᾶ) «Βούλομαι δέ, κυρία μου, τὸν κόσμο νὰ γυρίσω, | νὰ μάθω πῶς ἐγένετον ὀδιὰ τὴν Μαργαρώνα». 5) Τὴν κατεύθυνσιν πρὸς ὡρισμένον τόπον. Συντάσσεται μετ᾽ αἰτιατ. καὶ μετὰ τοπικῶν ἐπιρρ. κοιν. καὶ Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ.) Τσακων.: Φεύγουμε γιˬὰ τὴ Γαλλία. Πᾶμε γιˬὰ τὴ θάλασσα - γιˬὰ τὴν ἐξοχὴ - γιˬὰ τὸ νησί. Γιˬὰ ποῦ ξεκινᾶμε; Γιˬὰ ποῦ τὸ βάλατε τέτο͜ια ὥρα; (ποῦ πῃγαίνετε αὐτὴν τὴν ὥρα;) κοιν. Γιˬὰ πουθενὰ δὲν εἶμαι νά διˬάκω μὲ κέτο͜ια παιδιˬὰ (δὲν μπορῶ νὰ πάω πουθενὰ μὲ τόσο ἀνήσυχα παιδιὰ) Πελοπν. (Μαργέλ.) Γιὰ ποῦ πᾶτι; Μακεδ. (Χαλκιδ.) Γιˬὰ ποῦ τὸ κουμπούρωσες; (ποῦ κατευθύνεσαι;) - Γιˬὰ τὸ γυναικοχώρι (τὸ χωρίον τῆς γυναικός μου) Πελοπν. (Τριφυλ.) Π᾽ πᾷς; - Γιˬὰ μέσα (εἰς τὴν Λάρισα) Θεσσ. (Μελιβ.) Πότε πάουνε γιˬὰ ᾽κεῖ, πότε ἔρκουdαι γιˬὰ ᾽ῶ (πότε πηγαίνουν κατακεῖ, πότε ἔρχονται καταδῶ) Καλαβρ. (Γαλλικ.) || Ποίήμ. Ἐγὼ κάθε πού ᾽μαι γιˬὰ τὰ σῦκα, θὰ βρεθῇ πάντα καμμιˬὰ δυσκολιˬὰ (πού ᾽μαι γιˬὰ τὰ σῦκα = ποὺ ἑτοιμάζομαι νὰ πάω εἰς τὸν τόπον ὅπου εἶναι αἱ συκαῖ διὰ τὴν συλλογὴν τῶν σύκων) Α. Λασκαρᾶτ., Στιχουργ., 32. Ἄχ! τὰ παιδιά μου βλέποντας γιˬὰ τ᾽ οὐρανοῦ τὸ δρόμο Γ. Μαρκορ., Μικρὰ ταξίδ., 121. 6) Τὴν ἀντικατάστασιν ἢ ἀνταλλαγήν. Συντάσσεται μετὰ αἰτιατ. κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ.): Φορεῖ σκούφιˬα γιˬὰ καπέλο - παλτὸ γιὰ ράσο - τσόκαρα γιˬὰ παπούτσια κ.τ.τ. Τρῶμε πατάτες γιˬὰ ψωμί. Μᾶς δίνει ρεβίθι γιˬὰ καφέ. Θὰ πάω νὰ ψωνίσω ἐγὼ γιˬὰ τὸν ἀδερφό μου ᾽ς τὴ γιορτὴ κοιν. Δὲ μᾶς τὰ λὲς καλά· μ᾿ φαίνιτι ἄλλα γιˬ᾽ ἀλλα μᾶς τὰ λὲς Μακεδ. (Δασοχώρ.) Τότι τὰ πιδιὰ τ᾿ παίρνουν ἕνα κουρμὸ ἀποὺ δέντρου κὶ τοῦ δίνουν γιˬὰ νὰ τοῦ πιάσ᾽ γιˬὰ χέρ᾽ Μακεδ. (Σέρρ.) || Φρ. Δὲ dὴν ἄφινε τὴν ἀελάδα γιˬὰ οὕλο τὸ gόσμο Ἄνδρ || Παροιμ. Ἐπῆγε γιˬὰ μαμμὴ κ᾽ ἔκατσε γιˬὰ λεχῶνα (ἐπὶ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος ἐστάλη ἐπειγόντως διὰ κάποιον σκοπὸν κάπου καὶ ἐβράδυνεν) κοιν. Τὸν ἐπούλησε γιˬὰ πράσινο χαβιˬάρι (ἐπὶ τῶν ἐξαπατώντων) κοιν. Πουλάου μέρα γιˬὰ νύχτα (συνών. μὲ τὴν προήγουμ.) Ἤπ. (Ἀρτοπ.) || ᾎσμ. Τρῶν᾽ τὴ μπαρούτη γιˬὰ ψωμί, τὰ βόλιˬα γιὰ προσφάι Πελοπν. (Γαργαλ.) β) Χάριν σαφεστέρας δηλώσεως τῆς ἀντικαταστάσεως γίνεται χρῆσις τοῦ ἀντὶ - ἀντὶς γιˬὰ Βλ. ἀντὶ Α(δ) κοιν. Θὰ ᾽ρθῶ ἐγὼ ἀντὶ γιˬὰ τὴ θειά μου. Θὰ φᾶμε ψάρι ἀντὶς γιˬὰ κρέας. Θὰ βγοῦμε ἀπόψε ἀντὶ γιˬὰ αὔριο Θὰ φύγῃ τὴν ἄλλη βδομάδα ἀντὶ γιˬὰ σήμερα. Ἀντὶς γιˬὰ τὴ θυγατέρα μου πῆγα ἐγώ. Ἀντὶς γιὰ σένα ἔδειρ᾽ ἐμένα. Ἦρθε ἀντὶς γιὰ μένα κ.τ.τ. Ἀdὶ γιὰ σκύλλους κάθισι ἐδῶ κὶ φ᾽λᾷς τὴ bόρτα Σκόπ. || Παροιμ. Ἀντὶ γιˬὰ λαγὸ ἔβγαλε ἀρκούδα (δι᾽ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἐμπίπτουν εἰς συμφοράς, ἐνῷ προσεδόκουν κάποιον ἀγαθὸν) Ν. Πολίτ., Παροιμ., 2,322 Ἀντὶς γιˬὰ μαμμὴ ἔκατσε λεχώνα (ἐπὶ τῶν ἐπειγόντως ἀποστελλομένων που καὶ βραδύτατα ἐπανερχομένων) Μῆλ. κ.ἀ. || Αἴνιγμ. Προυβατῖνα ἄσπρη κὶ ξανθουμάλλα φαρμάκι δίνει ἀdὶς γιˬὰ γάλα (τὸ σιγάρον) Θρᾴκ. (Αἶν.) || ᾌσμ. Σκύφτω φιλῶ τὴ gλειδωνιὰ ἀdὶς ὀγιˬὰ τὴ gόρη Κρήτ. Καὶ τὸ κρασὶ μοῦ τό ᾽βραζε μαζὶ μὲ τὸ κριθάρι καὶ τό ᾽θετε ᾽ς τὸ bόνο μου ἀdὶς ὀγιὰ λινάρι αὐτόθ. Ὁ Χάρος κάνει τὴ χαρά, παντρεύει τὸν υἱγιˬό του, σφάζει παιδιˬὰ ἀντὶς γιˬ ἀρνιˬά, νυφάδες γιˬὰ κριˬάριˬα Ν. Πολίτ., Μελέτ., 291. || Ποίῃμ. Καὶ τὸ ἀθῷον χόρτο πίνει | αἶμα ἀντὶς γιὰ τὴ δροσιὰ Δ. Σολωμ., 15. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Βλ. Χρον Μορ. Η 2093-4 (ἔκδ. J. Schmitt) «Ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἔμπροσθεν Φράγκος νὰ μὴ μᾶς βιάσῃ | ν᾽ ἀλλάξωμεν τὴν πίστιν μας διὰ τῶν Φραγκῶν τὴν πίστιν». 7) Τὸν χρόνον κατὰ τὸν ὁποῖον γίνεται κάτι, τὴν διάρκειαν. Συντάσσεται συνήθ. μετὰ αὶτιατ. οὐσ. καὶ μετὰ χρονικῶν ἐπιρρ., σπανιώτερον δὲ μετὰ χρονικῶν προτ ἢ μετὰ γενικ. οὐσ. ὑπὸ τὸν τύπ. διὰ κοιν. καὶ Ἀπουλ (Μαρτ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.): Θὰ ᾽ρθῶ γιˬὰ δυὸ μέρες -γιˬὰ τρεῖς μῆνες - γιὰ πάντα. Θὰ λείψω γιˬὰ μιὰ βδομάδα. Ξενοικιάσαμε τὸ σπίτι γιˬὰ ἕνα χρόνο. Τὸ παίρνω - τὸ βαστῶ - τὸ κρατῶ - τὸ χρειάζομαι γιˬὰ δέκα ᾿μέρες - γιˬὰ ὅλη μου τὴ ζωὴ - γιˬὰ ὅσο κρατήσῃ ὁ πόλεμος κοιν. Διὰ βίου, διὰ νυκτὸς λογ. κοιν. Τοῦ ᾽λεγε νὰ τσῆ δώσῃ τὸ δαχτυλίδι γιˬὰ ὅση ὥρα θὰ χορεύῃ Ζάκ. Τοὺ νοίκιασα τοὺ σπίτ᾽ γιˬὰ δέκα χρόνιˬα Σκόπ. Γιˬὰ τρεῖς μήνους ἔστονε ᾽πάνω ᾽ς τὸ μνῆμα του τσαὶ ἔκλαια νύφτα τσαὶ ᾽μέρα Ἀπουλ (Μαρτ.) Ἤφυε ἡ βασιλόπούλα διˬὰ νυχτὸς (ἐκ παραμυθ.) Μύκ || ᾌσμ. Τούτου χρουνοῦ κιˬ ἄλλου χρουνοῦ καὶ πάdα καὶ διὰ πάdα Θρᾴκ. (Αἶν.) Διὰ νυχτὸς σηκώνονται, ᾽ς τὸ Γύθειο παγαίνουν Μ. Λελέκ., Ἐπιδόρπ., 69. Ἡ συμ. ἤδῃ ἀρχ. Πβ. Ξενοφ., Ἀνάβ., 4,6.22 «Οἱ δὲ πολέμιοι... ἔκαιον πυρὰ πολλὰ διὰ νυκτός», Πλάτ., Συμπόσ., 183e «Ὁ δὲ τοῦ ἤθους χρηστοῦ ὄντος ἐραστὴς διὰ βίου μένει, ἅτε μονίμῳ συντακείς». β) Χρονικὴν ἀναφοράν. Συντάσσεται συνήθως μετὰ αἴτιατ., μετὰ χρονικοῦ ἐπιρρ. καὶ σπανιώτερον μετὰ χρονικῆς προτ. κοιν. καὶ Ἀπουλ (Καλὴμ.): Πλάθω κουλουράκια γιˬὰ τὰ Χριστούγεννα - γιˬὰ τὸ Πάσχα. Ν᾽ ἀγοράσῃς παλτὸ γιˬὰ τὸ χειμῶνα. Γιˬὰ σήμερα ἔχει φαγητὸ, γιˬὰ αὔριο δὲν ξέρω ἂν θὰ φτάσῃ κοιν. Καλὰ εἴμαστι ᾿ιˬὰ τ᾽ν ὥρα Μακεδ (Δρυμ.) Ἐτσακώθησα bάλι ᾿ιˬὰ gαλά. Φαίνεταί μου πῶς ὡς ᾿ιὰ τώρα δὲ ξαναμιλε͜ιῶdαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Γνωμ ᾽Τσεῖ᾽ ποὺ ἔνι νὰ κάμῃ σήμ-μερι μή τὸ ᾽φήκῃ gι᾽ αὔρι᾽ (ὅ,τι εἶναι νὰ κάμῃς σήμερα μὴ τὸ ἀφήσῃς γιὰ αὔριο) Ἀπουλ (Καλήμ.) || ᾎσμ. Ἄν εἶν᾽ ἁψὸς ὁ μαῦρος σου, φθάν-νεις γιˬὰ νὰ βλογοῦσι, κι ἂν εἶν᾽ ἀργὸς ὁ μαῦρος σου, φθάν-νεις γιˬὰ νὰ λαλοῦσι (ἁψὸς = ταχὺς) Ρόδ || Ποίήμ. Καὶ χαρίσματα χαρίζει ᾽ς τὰ φτωχά της... καὶ ᾽ς τὸ βρέφος της τ᾽ ἀβόηθο μέσ᾿ ᾽ς τὴν κούνιˬα ἄλλο φόρεμα γιˬὰ ὅταν θὰ μεγαλώσῃ Ι. Γρυπάρ., Σκαραβ., 120. γ) Εὐθύς, ἀμέσως, μονομιᾶς. Συντάσσεται μετὰ γενικ. ὑπὸ τοὺς τύπ. διὰ μιˬᾶς σύνήθ.: Διὰ μιˬᾶς ἄστραψε ὁ οὐρανὸς σύνὴθ. Κούρωσε γιˬὰ μιˬᾶς ἡ φωτιˬὰ Σέριφ. Διὰ μιˬᾶς ἔρχεται κόρπος (= συγκοπὴ) Κίμωλ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Βλ. Ἐρωτόκρ. Β 1456 (ἕκδ. Σ. Ξανθουδ.) «Ἐγνώρισέν τονε γιαμιὰ εἶντά ᾽ναι τὸ γυρεύει». 8) Τὴν ὁμοίωσιν. Συντάσσεται μετὰ αἰτιατ. ἢ ὀνομαστ. κοιν.: Τὸν πέρασα γιˬὰ τὸ θεῖο μου (τὸν πέρασα = τὸν ἐνόμισα). Τὸν πῆρα γιˬὰ ξένο - γιˬὰ μάρτυρα. Γιˬατί μὲ πέρασες, ρέ; γιˬὰ χαμένον κοιν. Γιὰ πο͜ιόνε μὲ πέρασες, ρέ; γιˬὰ τὸν πατέρα σου ποὺ τόνε γαμοσταυρίζεις κάηθε ᾽μέρα; (γαμοσταυρίζεις = βλασφήμεῖς τὸν τίμιον σταυρὸν) Πελοπν. (Γαργαλ.) Τούνι πῆρα γιˬὰ χουριˬανό μ᾽ (τὸν ἐξέλαβον ὡς ὁμοχώριόν μου) Σαμ. Θὰ σὲ βάλω γιˬὰ μάρτυρα Προπ. (Ἀρτάκ.) || Παροιμ. Ὁ φτωχὸς τὴν πίττα του γιὰ ψωμὶ τὴν ἔχει (Ὁ καθένας τὰ δικά του πράγματα τὰ θεωρεῖ ἀνώτερα ἀπὸ τὰ πράγματα τῶν ἄλλων) πολλαχ. Συνών. παροιμ. Ὁ καθένας τὴν πορδή του μοσκοκύδωνο τὴν ἔχει Ι. Βενιζέλ., Παροιμ2. 245,999) || Γνωμ. Τὸν ξένονε ᾽ς τὸ σπίτι σου γιˬὰ μάρτυρα τὸν ἔχεις Πελοπν. (Γαργαλ.) || ᾌσμ. Πόσοι ᾽ν᾽ ἐχτροὶ ποὺ φαίνοdαι ᾽ιˬὰ bιστεμένοι φίλοι κ᾿ ἔχου φαρμάκι ᾽ς τὴ gαρδιˬὰ καὶ ζάχαρη ᾽ς τ᾽ ἀχείλη Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Βάλε τὰ χέρια σου κουπιˬά, τὰ στήθη σου τιμόνι καὶ τὸ λιγνό σου τὸ κορμὶ κάμε το γιˬὰ καράβι Σ. Ζαμπελ., ᾌσμ. δημοτ., 606. 9) Τὴν ἱκανότητα, τὴν καταλληλότητα διὰ κάτι. Συντάσσεται μετὰ αἰτιατ. κοιν. καὶ Τσακων. (Χαβουτσ.): Τὸ παιδί σου δὲν εἶναι γιˬὰ δουλειὰ - γιˬὰ γράμματα. Σπίτι γιˬὰ νοίκιˬασμα - γιˬὰ πουλημα. Σακκὶ γιˬὰ κάρβουνα κοιν. Ἡ νυφαδιˬά σου δὲν εἶναι γιˬὰ τίποτα (ἡ νυφαδιˬὰ = ἡ νύμφη, εἰρωνικῶς) Πελοπν. (Γαργαλ.) || Φρ. Αὐτὸς εἶναι τρελλὸς γιˬὰ δέσιμο κοιν. Γιὰ τίπτακα δὲ ρ᾽ (δὲν εἶναι ἱκανὸς διὰ τίποτε) Χαβουτσ. Τὴ φαντασία γιˬὰ τίποτα δὲν τὴν ἔχω· τὴν ποίηση δὲν τὴν ψηφῶ Γ. Ψυχάρ., Ταξίδι3, 231 || Γνωμ. Χανιῶτες γιˬὰ τ᾽ ἄρματα. Ρεθεμνιῶτες γιˬὰ τὰ γράμματα, Καστρινοὶ γιˬὰ τὸ ποτήρι, Μιραμπελιῶτες γιˬὰ τὸ χτήρι, Γεραπετρῖτες καθάριˬοι χοῖροι (ἐντελῶς γουρούνια) Κρήτ. || Παροιμ ᾿Ια τὰ φαιά, ᾽ιˬὰ τὰ πιˬοτὰ εἶναι τὰ νιˬὰ μουλάριˬα, ᾽ιˬὰ τσὶ τρομάρες τσὶ βαρε͜ιὲς εἶναι οἱ ᾽έροι οἱ μαῦροι (διὰ τοὺς νεωτέρους οἱ ὁποῖοι δρέπουν τοὺς καρποὺς τῶν μόχθων τῶν πρεσβυτέρων) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) 10) Τὸν προορισμὸν, τὴν ἀρμοδιότητα. Συντάσσεται μετὰ ὀνομαστ. κοιν. Ὁ τάδε πάει γιά βουλευτὴς - γιὰ δήμαρχος - γιὰ πρόεδρος κοιν. Δὲν κάνεις γιˬὰ παππᾶς - Λεξ. Πρω. Κάνει γιˬὰ δεσπότης Λεξ. Δημητρ. Βάζω κάλπη, μὰ ὄχι γιˬὰ βουλευτὴς Νουμ 133,8. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Πβ. Μαχαιρ. 1,548 (ἔκδ. R. Dawkings) «Ἔχωσεν ὀπίσω εἰς τὲς ἄρτζες τὸν σὶρ Φρασέσκην τα Μαρρὴν, Γενουβίσος ὅπου ἔμεινεν εἰς τὴν Κύπρον εἰς τὸ μηνίον τοῦ ρηγὸς διὰ βαχλιώτης του». 11) Τὸ τίμημα, τὴν ἀξίαν. Συντάσσεται μετὰ αἰτιατ. κοιν. καὶ Τσακων (Βάτικ. Χαβουτσ.): Ἀγόρασε - πούλησε τὸ σπίτι γιˬὰ δυˬὸ εκατομμυρια ᾽Σ τὴν κατοχὴ πούλησε τὰ χρυσαφικά της γιˬὰ ἕνα κομμάτι ψωμὶ - γιˬὰ μιˬὰ ὀκᾶ λάδι. Ἔδωσε τὴν τραπεζαρία γιˬὰ εἴκοσι χιλιάδες κοιν. Τοὺς ἔδωκε τὸ σπιτότοπο πού ᾽χε ᾽πὸ τὴ μάννα του ᾽ς τὴν κατοχὴ γιˬά ᾽να σακκὶ σμιγάδι (σπιτότοπος = οἰκόπεδον, σμιγάδι = σῖτος καὶ κριθὴ ἀνάμεικτα) Πελοπν. (Γαργαλ.) Τὸ βουβάλι γιˬὰ εἴκοσ᾽ γρόσα θέλω τὰρ νὶ δώσ᾽ (τὸ βουβάλι ἤθελε νὰ τὸ δώση γιˬὰ εἴκοσι γρόσια) Χαβουτσ. || Φρ. Δὲν ἀξίζει οὔτε γιˬὰ μιˬὰ τρίχα Ι. Βενιζέλ., Παροιμ2, 53, 22. 12) Τὴν ἐξίσωσιν. Συντάσσεται μετὰ αἰτιατ. σύνηθ.: Αὐτὸς κάνει γιˬὰ δέκα (ἔχει ἀξίαν ἴσην μὲ τὴν ἀξίαν δέκα ἀνθρώπων). Μὴν τὴν κοιτᾶς ἔτσι πού ᾽ναι ἀδύνατη, κάνει γιˬὰ δέκα ἄντρες σύνηθ. Καθένας ἀπὸ τοὺς ξένους ἀργάτες κάνει δουλε͜ιὰ γιˬὰ δυὸ δικούς μας Πελοπν. (Γαργαλ.) Βγάζει δουλε͜ιὰ γιˬὰ δυὸ Πελοπν. (Ξεχώρ.) Αὐτὸς δουλεύ᾽ γιˬὰ δέκα Προπ. (Ἀρτάκ.) || Παροιμ. Ἡ καμήλα κι ἂν ψωριάσῃ, πάλε σηκών-νει γομάρι γιˬὰ πολλοὺς γαάρους (ἐπὶ τῶν ἰσχυρῶν οἰκονομικῶς) Κύπρ. Ἡ δουλε͜ιὰ τοῦ χορτάτου κάνει γιˬὰ δέκα πεινασμένων (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Λεξ. Δημητρ. 13) Ἐπιτείνει τὴν σημ. τῆς προσδιοριζομένης λέξεως κοιν.: Κρύωσε γιˬὰ καλά. Τὸν μάλωσε γιˬὰ καλά. Δὲν ἔμεινε ἄνθρωπος γιˬ᾽ ἄνθρωπος - καρβέλι γιˬὰ καρβέλι. Τὸν χτύπησε γιˬὰ καλὰ κοιν. Ἄν σὶ πουνάῃ τοὺ κουρμὶ σ᾽ ἢ πούντιˬασις ἢ πιˬάσ᾽κις γιˬὰ τὰ καλά, τότις πρέπ᾽ νὰ ρί᾽ς κόλλα (= ἔμπλαστρον) Ἤπ. (Ἀρτοπ.) Ντίπ᾽ιˬὰ ντὶπ χάζιψις Μακεδ. (Γαλάτιστ.) Δὲ μελεύει ψυχὴ γιˬὰ ψυχὴ (δὲν ὑπάρχει κανεὶς) Πελοπν. (Γαργαλ.) Πατάτα γιˬὰ πατάτα δὲν ὑπάρχει Ἄνδρ Δὲν ἀφήκανε φασόλι γιˬὰ φασόλι αὐτόθ. Σήμιρα γιˬὰ σήμιρα τοὺ π᾽λάου δυˬὸ χιλιˬάδις τ᾿ ἀμπέ᾽ Στερελλ. (Αἰτωλ) Τὸν ἐπέρασε μὲ τὸ μαχαίρι πέρα γιˬὰ πέρα Πάρ. Τούν ἁλάτ᾽σι γιˬὰ καλά, τοὺν ἔκανι γιὰ τοὺ στρῶμα (τὸν ἐκτύπησε πολύ ἄσχημα) Ἤπ. (Κουκούλ.) 14) Ὡς μόρ. ἐπὶ εὐχῶν, ἐπικλήσεων ἢ ἐξορκισμῶν. Συντάσσεται μετὰ αἰτιατ κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Φρ. Γιˬὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ-τῆς Παναγίας! Γιˬὰ τὸ Θεό, μὴ μοῦ τὸ κάνῃς αὐτό! κοιν. Γιὰ τὸ Θεό, μὴν τὸ παίρνῃς ᾽ς τ᾽ ἀληθινά! Γιˬ᾽ ἀστεῖο σοῦ τὸ εἶπα Πελοπν. (Γαργαλ.) Γιˬὰ τὸ Θεό, μὴ μοῦ ξέρχεσαι! (μὴ μὲ συνερίζεσαι) Κύθηρ. Βρέ. γιˬὰ τὸ Θεὸ τὸν ἕνα! (ἐπὶ ἐκπλήξεως) Κρήτ. Γιˬὰ τὸ θρόνος τοῦ Θεοῦ! Κρήτ. (Ἀνώγ.) Γιˬὰ οὔνομα Θιοῦ! Σκόπ. Γιˬὰ τ᾽ ὄνεμαν τοῦ Θεοῦ! Πόντ. (Τραπ.) || Ποιημ Ἕνα τό ᾽χω δὲ dὸ δίνω, | γιὰ τὸν ἅιˬ-Κωσταdῖνο (ἐκ παιδιᾶς) Κέα. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Βλ. Διγεν. Ἀκρίτ. στ. 814 (ἔκδ. E. Trapp, σ. 123) «Διὰ τὸν Θεόν, καλοὶ ἀδελφοί, μὴ ἀποθάνῃ ἀδίκως». Συνών. μά. 15) Χρησιμοποιεῖται ἀντὶ τῆς προθ εἰς Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Κάρπ. (Ἔλυμπ.): Γιˬὰ ὅλο τὸ κόσμο Μπόβ. Πιˬά᾽ τοὺ δύο πανέτ-του τσαὶ β-βέλιˬα την τοὺ ἕνα γιˬά ᾽να (πιάσε τὰ δύο ψωμάκια καὶ ρῖψε τα εἰς αὐτοὺς (τοὺς σκύλλους) ἕνα εἰς τὸν καθένα) Καλημ. || ᾎσμ. Κόρην ἤκουσα καὶ εἰκάνdζετο μιὰ κόρη ᾽ιˬὰ τήμ-μάννα (εἰκάνdζετο = μιλοῦσε) Ἔλυμπ. 16) Χρησιμοποιεῖται ἀντὶ τῆς προθ. ἀπὸ Πελοπν. (Ἀχαΐα κ.ἀ.) Ἔχομε ἔλλειψη γιˬὰ νεράκι. 17) Χρησιμοποιεῖται ἀντὶ τῆς προθ. μέχρι Μακεδ. (Χαλκιδ.) Πελοπν. (Γαργαλ.) κ.ἀ.: Παράγινι τοὺ κακὸ κὶ μάλουσαν γιˬὰ σκουτουμὸ Χαλκιδ. Πιˬάστηκαν μὲ τὸ τίποτα καὶ βαρεθήκανε γιˬὰ σκοτωμὸ (πιˬάστηκαν μὲ τὸ τίποτε = συνεπλάκησαν δι᾽ ἀσήμαντον αἰτίαν) Γαργαλ 18) Σημαίνει τὸ μέσον ἢ τὸ ὄργανον διὰ τοῦ ὁποίου γίνεται κάτι λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ Ἀπουλ. (Καλημ.) Ἐ bορεῖ νὰ κάμῃς διὰ χειρός σου τίοτα Σίφν. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Πβ. Πεντάτευχ (ἔκδ. D.C. Hesseling) Γένεσ. 42,21 «Καὶ ἔκαμαν ἔτσι τὰ παιδιὰ τοῦ Ισραὲλ καὶ ἔδωσεν αὐτωνῶν ὁ Ἰοσὲφ ἁμάξια διὰ στόμα τοῦ Φαρό». 19) Τίθεται ἀντὶ τῆς ἀντων. αὐτὸς Κρήτ.: Εἶdα νὰ τὸ κάμω γιὰ κοπέλι δὲ gατέω, οὕλη μέρα γυρίζει ᾽ς τὰ ρυˬάκια. 20) Ὡς τελικὸς σύνδ. μετὰ τοῦ νὰ καὶ ὑποτακτ. εἰσάγει τελικὰς προτ. καὶ ἐπιτείνει τὴν ἔννοιάν των κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀξ. Γούρτον Σινασσ.) Τσακων.: Ἦρθα νὰ σὲ πάρω γιˬὰ νὰ πᾶμε ᾽ς τὸ θέατρο Ἦρθε γιˬὰ νὰ τὰ ποῦμε - γιˬὰ νὰ μιλήσουμε - γιˬὰ νὰ φᾶμε. Πάω γιˬὰ ν᾽ ἀκούσω - γιˬὰ νὰ ἰδῶ - γιˬὰ νὰ σπουδάσω - γιὰ νὰ χαζέψω κ.τ.τ. κοιν. Τό ᾽πε ᾽ς τὰ ψέματα γιˬὰ νὰ σὲ δοκιμάσῃ (διὰ νὰ ἴδῃ τὰς ἀντιδράσεις σου) Πελοπν. (Γαργαλ.) Τό ᾽καμι γιˬὰ νὰ τούνι πειρά᾽ Σκόπ. Ἦρτεν τὸ βασιλόπουλο γιˬὰ νὰ τὴν πάρ᾽ Σινασσ. Πῆγε γιˬὰ νὰ σκοτώ᾽ τὰ κλέφτε Γούρτον. Εἶχε σιτάρι γιˬὰ νὰ πουληθῇ Πελοπν. (Μεσσην.) Ψόματα σοῦ τὸ μήνυσα πὼς θὰ πάω ᾽ς τὰ ᾽λιˬομαζώματα, ᾽ιˬὰ νὰ περάσῃς ἀποπὰ Νάξ. Ἰὰ νὰ πᾷς ᾽ς τοὺ δάσκαλου δὰ πάρ᾽ς τοὺ σουκά᾽ ἴα ᾽πάν᾽ Μακεδ. (Καταφύγ.) Ἦρτα γιὰ νὰ τὰ πούμ᾽να Προπ. (Ἀρτἀκ.) Γιˬὰ νὰ μὴ κάθωdαι, θὰ τῶ gάμῃ καΐκι Κίμωλ. Ἐμπᾶτσε τ᾽ ὰν τσέα γιˬὰ νὰ κιˬούψῃ᾽ (ἐμπῆκε εἰς τὸ σπίτι γιˬὰ νὰ κοιμηθῇ) Τσακων. || Παροιμ φρ. Τρῶς γιˬὰ νὰ ζῇς ἢ ζῇς γιˬὰ νὰ τρῶς; (πρὸς τοὺς ἐνδιαφερομένους μόνον διὰ τὰς ὑλικὰς ἀπολαύσεις) κοιν. || Παροιμ. Γιˬὰ σὲ τὰ λέω, πεθερά, γιˬὰ νὰ τ᾽ ἀκούῃ ἡ νύφη (ἐπὶ ἐμμέσων συμβουλῶν ἢ παρατηρήσεων) κοιν. Φύλαξέ με, ὅταν μ᾽ εὕρῃς, | γιˬὰ νὰ μ᾿ ἔχῃς, ὅταν θέλῃς (ἐπὶ τῆς σημασίας τῆς ἀποταμιεύσεως) πολλαχ. Λίγα λόγιˬα καὶ δεμένα, | γιˬὰ νὰ τά ᾽χῃς κερδισμένα (ἐπὶ τῆς ἀξίας τοῦ λακωνικῶς ὁμιλεῖν) πολλαχ. || Γνωμ. Μήτε λαγὸς νὰ κατουρήσῃ τὸ Γενάρη, γιὰ νὰ γένῃ τὸ σιτάρι (ἐξ αἰτίας τῶν πολλῶν βροχῶν) Πελοπν. (Ξεχώρ.) || Αἴνιγμ. Ἐγὼ γιˬατί σ᾽ ἀγόρασα κ᾽ ἔδωκα τὰ λεφτά μου; Γιˬὰ νὰ σὲ βάλω ἀνάσκελα νὰ κάνω τὴ δουλε͜ιά μου (ἡ σκάφη) Πελοπν. (Γαργαλ.) κ.ἀ. || ᾌσμ. Ἀλλάργο μὲ ᾽ξορίσανε ὀγιˬὰ νὰ σοῦ ξεχάσω, καλλιˬὰ νὰ φάω bαλλωθιˬὰ παρὰ νὰ τὸ λογιˬάσω Κρήτ. ᾽Σ τὴ φυλακὴ μ᾽ ἐβάλανε ὀγιˬὰ ν᾽ ἀδυναμίσω, μὰ ᾽γὼ γιˬὰ σένα, Μαριγώ, σὰ ρόδο θὰ ν᾽ ἀνθίσω αὐτόθ. Δὲν ἔχ᾽ ἀχείλη νὰ τὸ πῶ, γλῶσσα νὰ τὸ μιλήσω, δὲν ἔχω χιροπάλαμο διˬὰ νὰ σοῦ τόνε δείξω Σκῦρ. || Ποίημ. Λίγα μάτιˬα, λίγα στόματα θὰ σᾶς μείνουνε ἀνοιχτά, γιˬὰ νὰ κλαύσετε τὰ σώματα ᾿που θὲ νὰ βρῃ η συμφορὰ Δ. Σολωμ 8 Ἀλλ᾽ ἂν τὸ δάκρυ ὡς πότισμα ζητάει γιˬὰ νά ᾽βγῃ ἐκεῖνο (τὸ λουλούδι), ποτάμι δάκρυα χύνω Γ. Μαρκορ., Μικρὰ ταξίδ, 143. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Βλ. Γαδάρ. διήγ. στ. 83-84 (ἔκδ. Wagner σ. 126) «Ὅντα τὸν πάρουν ἄρχοντες γιὰ νὰ περιδιαβάσουν, | τὰ ὄρη ὅλα τρίβονται, τὰ δάση συντρομάσουν» καὶ Μαχαιρ. 1,10 (ἔκδ. R. Dawkins) «Ὁ Θεὸς ἐσφάλισεν τὰ ματία τους καὶ δὲν τὸν εἴδασιν, γιὰ ν᾽ ἀποσκεπαστοῦσιν». 21) Ὡς αἰτιολογικὸς σύνδ. μετὰ τοῦ νὰ καὶ ὑποτακτ. εἰσάγει αἰτιολογικὰς προτ. κοιν.: Γιˬὰ νὰ περπατᾷς ξυπόλυτος, πάτησες τὰ γυαλιˬά. Γιὰ νὰ μὴ μ᾽ ἀκοῦς, νὰ τί παθαίνεις! Γιˬὰ νὰ κάνῃς τὸν ἔξυπνο, τὴν πάτησες (= σὲ ξεγέλασαν). Γιˬὰ νὰ μὴ ντύνεσαι καλά, εἶσαι πάντα κρυωμένος κοιν. Γιˬὰ νὰ πετᾷς τὶς κουβέντες σου ἀσυλλόγιστα, κάμνεις ἕνα σωρὸ γκάφες Λεξ. Πρω Γιˬὰ νὰ βοσκάῃ ᾽ς τὶς βρῶμες (ὁ κέφαλος), τὸν λογαριˬάζουν ψάρι παρακατιανὸ θαλασσινοὶ κι ἀνήξεροι Κ. Μπαστ., Ἁλιευτ., 30 Γιˬὰ νὰ σ᾽ ἀκούσω σένανε. πάου χανταβούλι (ἐπειδὴ ἠκολούθησα τὰς συμβουλάς σου, κατεστράφην) Πελοπν. (Γαργαλ.) Γιˬὰ ν᾽ ἀκού᾽ τοὺν ἀδιρφό τ᾿ς, πάει χαμέ’ Εὔβ. (Ἄκρ.) Γιˬὰ νὰ νταραβιρίζιτι οὑλοένα μὶ τ᾿ς κλέφτις, τοὺν πήρανι γιˬὰ κλέφτ᾽ Λυκ. (Λιβύσσ.) Εὐτοῦ γιˬὰ νά ᾽χῃ φῶς, θά ᾽χῃ κι ἀνθρώπους Χίος (Καρδάμ.) Ἰˬὰ νὰ μοῦ πῇς πὼς θά ᾽ρθῃς, δὲν ἤβγηκα ὄξω Νάξ. Καὶ τὴν ἐκομματιάσανε τὴν κακομοίρα, γιˬὰ νά ᾽ναι γλωσσοῦ καὶ ἀποτσιπωμένη (= ἀναίσχυντος· ἐκ παραμυθ.) Μῆλ. || Παροιμ. Γιˬὰ νὰ μή φάῃ ὁ γάττος τὸ ψωμί, τρώει ὁ ποντικὸς τὰ ροῦχα (ἐπὶ τῶν ζημιουμένων σοβαρῶς ἕνεκα παραλόγου φειδοῦς) πολλαχ. Γιˬὰ νὰ φυλάξῃ τὸ πολύ, χάνει καὶ τὸ λίγο (ἐπὶ πλεονεκτῶν) πολλαχ. || ᾎσμ. Γιˬὰ νὰ γελῶ καὶ νὰ μιλῶ ἀπὸ μικρὸς μ᾿ ἐσένα, μπερδεύτηκα ᾽ς τὰ δίχτυˬα σου κιˬ ἀλλοίμον᾽ ἀπ᾽ τ᾽ ἐμένα Ἤπ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Βλ. Διγεν Ἀκρίτ. (ἔκδ. Δ. Πασχάλ.) εἰς Λαογρ 9 (1926), 332 «καὶ κὰν ἀπὸ λόγου σας δὲν τὸ μετρᾶτε, πὼς ἐσεῖς διὰ νὰ φοβᾶσθε τὴν κατάραν τἤς μητρός σας, μοναχοὶ ἐκατατολμἡσετε καὶ ἐσέβητε εἰς μυρία δας φουσάτα». Συνών. ἐπειδή. Β) Εἰς τὰ λογίας προελεύσεως σύνθετα ἡ πρόθ. διὰ διετηρήθη καὶ δὲν ἐτράπη εἰς γιά, σημαίνει δὲ 1) Χωρισμόν : διαιρῶ, διακόφτω, διαλέγω, διαλογίζομαι, διαλύω, διασταυρώνω 2) Διανομήν : διαμοιράζω 3) Δίοδον ἢ διάβασιν: διαβαίνω, διέρχομαι, διασκελίζω 4) Διασκορπισμόν: διασπαθίζω, διασπείρω, διαχέω 5) Διαφοράν, ἀσυμφωνίαν: διαφέρω, διαφορά, διαφωνῶ, διαφωνία 6) Ἅμιλλαν ἢ ἐναντιότητα: διαγωνίζομαι, διαγωνισμός, διαπληκτίζομαι, διαμάχη 7) Ὑπεροχήν: διακρίνομαι, διάκριση, διαπρέπω, διάσημος, διαφεντεύω 8) Ἐπιτείνει τὴν σημ. τοῦ β΄ συνθετ.: διαβιῶ, διαλάμπω, διαλαλῶ, διαπλέω, διασπείρω, διάσπαρτος, διαστρεβλώνω, διαστρέφω, διαφθείρω 9) Μειὠνει, ἀμβλύνει τὴν σημ. τοῦ β᾽ συνθετ διαφαίνομαι (μόλις φαίνομαι), διάλευκος, διάχρυσος 10) Ἐπιστροφἡν: γιαγέρνω, διαγερνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA