-αρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

-αρος

Τύπος

Λήμμα

Τυπολογία

-αρος κατάλ. παραγωγικὴ κοιν. Θηλ. -άρα κοιν. καὶ Τσακων.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν εἰς -άρι οὐσ., οἷον γομάρι, δοκάρι, κουβάρι, πιθάρι κττ., ἐσχηματίσθησαν διὰ τῶν κατὰλ. –ος -α τὰ μετὰ σημ. μεγεθυντικῆς οὐσ. γόμαρος καὶ γομάρα, δόκαρος καὶ δοκάρα, πίθαρος καὶ πιθάρα, ἐκ τούτων δὲ ἀπεσπάσθησαν ὡς αὐτοτελεῖς παραγωγικαὶ καταλ. τὸ -αρος -άρα. Πβ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ. 8.

Σημασιολογία

Δι᾿ αὐτῶν σχηματίζονται 1) Μεγεθυντικὰ οὐσιαστικῶν, οἷον: ἀγελάδα-ἀγελαδάρα, ἀκρίδα-ἀκρίδαρος καὶ ἀκριδάρα, ἄλογο-ἀλογάρα, ἁλυσίδα-ἁλυσιδάρα, ἄναμμα-ἀναμμάρα, ἄντζα-ἀντζάρα, ἄντρας-ἄντραρος, ἀπίδι-ἀπίδαρος, ἁπλάδενα-ἁπλαδενάρα, ἀρμάθα-ἀρμαθάρα, ἀφτὶ-ἄφταρος καὶ ἀφτάρα, γυναῖκα-γυναικάρα, βυζὶ-βύζαρος καὶ βυζάρα, κλέφτης-κλέφταρος, κοιλιὰ-κοιλάρα, κομμάτι-κομματάρα, κορδόνι-κορδόναρος, μύτι-μύταρος καὶ μυτάρα, παιδὶ-παίδαρος, σπίτι-σπίταρος καὶ σπιτάρα, σῦκο-σύκαρος, τρόμος-τρομάρα, φωνὴ-φωνάρα κτλ., ἔτι δὲ καὶ ὀνόματα κύρια καὶ ἐπώνυμα καὶ ἐθνικά, οἷον: Ἀράπης-Ἀράπαρος, Ἀρβανίτης-Ἀρβανίταρος, Βασίλεις-Βασίλαρος, Βενιζέλος-Βενιζέλαρος, Γιάννης-Γιάνναρος, Δημήτρης-Δημήτραρος, Μερκούρης-Μερκούραρος καὶ Κατερίνη-Κατερινάρα, Λενιˬὼ-Λενάρα, Μαριγὼ-Μαριγάρα κττ. β) Τὸ -αρος ὑποκαθίσταται ἐνίοτε εἰς τὴν κατάλ. -άρις ἢ -ιˬάρις οἷον: ἀναμαλλιˬάρις-ἀναμάλλιˬαρος. 2) Διὰ τοῦ θηλ. -άρα ἀμαυρωθείσης τῆς μεγεθυντικῆς σημ. σχηματίζονται οὐσιαστικὰ ἐξ οὐσιαστικῶν α) Δηλοῦντα ὅ,τι καὶ τὸ πρωτότυπον, οἷον: ἀγρίεμα-ἀγριεμάρα, ἀνακάτωμα-ἀνακατωμάρα, ἀντέρωμα-ἀντερωμάρα, ἀξίωμα-ἀξιωμάρα, ἀποκάμωμα-ἀποκαμωμάρα, ἀπομωραμὸς-άπομωραμάρα, ἀπόσταμα ἢ ἀποσταμὸς-ἀποσταμάρα, παλάβωμα ἢ παλαβωμὸς-παλαβωμάρα, στράβωμα ἢ στραβωμός-στραβωμάρα κττ. β) Δηλοῦντα τὸν ἔχοντα τὸ ὑπὸ τοῦ πρωτοτύπου δηλούμενον, οἶον: ἀρμεχτὸ-ἀρμεχτάρα κττ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/