βυζακιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βυζακιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βυζακιˬάζω ἀμάρτ. βυζ-ζακιˬάζω Σύμ. βυζατιˬάζω Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βυζάκι.

Σημασιολογία

Προσκολλῶμαί που ἀσφαλῶς ἔνθ’ ἀν.: ᾽Εβυζ-ζάκιˬασε bάνω του κ’ ᾿ὲν ἐξηκόλλα Σύμ. ᾿Εβυζάτιˬασεν ’πάνω μου σὰν τὸ τσιβίκιν τοῦ -ύλλου (τσιβίκιν=τσιμπούρι, ’-σύλλου=σκύλλου) Κύπρ. Συνών. βυζακώνω 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/