ἀρὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικπό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀρὸς ὁ, Πελοπν. (Λάκων. Μάν.) Χίος κ.ἀ. -Λεξ. Βλαστ. 481 ἀρὲς Σκῦρ. ἀρὲ Τσακων. ναρὸς Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἄρος Ἡσύχ. «ἄρος...κοιλάς, ἐν αἷς ὕδωρ ἀθροίζεται ὄμβριον» Πβ. ΜDeffner ἐν Bezzenb. Beitr. 5, 288 κἑξ. ΓΧατζιδ. ἐν Τεσσαρακονταετ. ΚΚόντου (1909) 23 καὶ ΚἌμαντ. ἐν Ἀθηνᾷ. 27 (1915) Λεξικογρ. Ἀρχ. 23. Ὁ τύπ. ναρὸς ἐκ τῆς αἰτιατ. τὸν ἀρὸν καθὼς καὶ νουρά, νῶμος κττ.

Σημασιολογία

1) Λάκκος φυσικὸς ἢ τεχνητὸς εἰς πέτραν εἰς τὸν ὁποῖον συνάγεται ὕδωρ βρόχινον ἢ θαλάσσιον Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Σκῦρ. Τσακων. Χίος κ.ἀ.: Πᾶμε’ς τὸν ἀρὸ νὰ πιˬοῦμε νερὸ Λακων. Ἀρὸς τρυπητὸς (ὁ ἔχων ὀπὴν διὰ τῆς ὁποίας διαρρέει τὸ ὕδωρ) αὐτόθ. Εὗρα’ς ἕνα ἀρὲ νερὸ τσαὶ ξεδίψασα Σκῦρ. Ἔμε θὰ ἐρέσωμε δύο τεῖ ἀροὶ μὲ ὕω ψουχρὲ (θὰ εὕρωμεν δύο τρεῖς ἀροὺς μὲ ὕδωρ ψυχρὸν) Τσακων. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Κάρπ. Πελοπν. (Λακων.) Χίος. 2) Τὸ ἐντὸς ἀροῦ συναγόμενον ὕδωρ τῆς βροχῆς ἢ τῆς θαλάσσης Σκῦρ. Χίος. 3) Τὸ ἐντὸς ἀροῦ δι’ ἐξατμίσεως θαλασσίου ὕδατος ἀπομένον ἅλας Χίος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/