γιˬαβὰς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαβὰς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
γιˬαβὰς ἐπίρρ. κοιν. γιˬαβὰš Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ. Πλατανοῦσ κ.ἀ.) Καππ. (Φάρασ.) γιˬαβάσι Ἤπ. (Πάργ.) γιˬαβάι Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κύπρ, γιˬαβάσια Καππ. (Δίλ.) γιˬαβάσα Πόντ. (Κρώμν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) διˬαβὰš Εὔβ. (Κουρ.) Στερελλ. (Περίστ.) γιˬαβὰ Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yavaş = βραδέως. Ὁ τύπ γιˬαβὰ κατὰ τὸ συνών. σιγά. Ὁ τύπ. διˬαβὰς κατὰ τὴν συνήθη ἐναλλαγὴν τῆς διˬὰ μετὰ τοῦ τύπ. γιˬά.
Σημασιολογία
Βραδέως ἤρεμα. Ἐπαναλαμβάνεται πάντοτε πρὸς ἐπίτασιν τἦς συμ κοιν. καὶ Καππ. (Δίλ. Φάρασ.) Πόντ. (Κρώμν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Μὴ βιˬάζεσαι, γιˬαβὰς-γιˬαβὰς Κρήτ. Οἱ δουλε͜ιὲς γίνονται γιˬαβὰ - γιˬαβά, ὄχι βοὺρ - βοὺρ Πελοπν. (Μάν.) Διˬαβὰς-διˬαβάς, μὴχ-χαλάῃς τὴζ-ζαχαρένιˬα σου Εὔβ. (Κουρ.) Γιˬαβὰš - γιˬαβὰš νὰ πᾶτι κὶ νὰ μὴ τρέχιτι Ἤπ. (Ζαγόρ.) Γιˬαβάσια - γιˬαβάσια βρέχ᾽ Δίλ. Πάει ἀποπίσω ο᾽ιτ᾽ γιˬαβάσα γιˬαβάσα Κρώμν. Πιρπατοῦ διˬαβὰš-διˬαβὰš Στερελλ. (Περίστ.) Γιˬαβάσα - γιˬαβάσα ἐξέγκα τὸν ἀνέφορον Πόντ. || Παροιμ Ὁ Τοῦρκος λέει γιˬαβὰς-γιˬαβὰς (λέγεται πρὸς σπουδάζοντας ἀκαίρως καὶ ἀσκόπως) Ν. Πολίτ., Παροιμ. 3,633. Συνών. ἀγάληˬα 1, ἄναργα, ᾶπαγάληˬα, ἁργὰ 1, ἀργητὰ 1, ἀργοπερπάτητα, γαληνά, γιαβάσιˬκα, σιγά, σιγανά, ἀντιθ. γοργά, γρήγορα, σβέλτα Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γιˬαβᾶς Ἀθῆν. Θεσσ. (Λάρ. Τίρναβ.) Μακεδ. (Θεσσαλον. Πτολεμ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA