γιˬαβάσης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαβάσης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γιˬαβάσης ἐπίθ. Εὔβ. (Κάρυστ.) Ἰων (Βουρλ.) Κρήτ. (Μονοφάτσ.) Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) γιˬαβάχης Α. Κρήτ. γιˬαβάσ᾽ς Σάμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἑπιρρ. γιˬαβάς.

Σημασιολογία

1) Νωθρός, βραδυκίνητος Κρήτ. (Μονοφάτσ.) Κύπρ. Σάμ.: ᾎσμ. Ὁ γ-εἷς περπάθε͜ιε ὀγλήγορα, ὁ ἄλλος ἦταν γιˬαβάσης Μονοφάτσ. Συνών. ἀγάληˬος, ἄναργος, ἀράθυμος 1β, ἀργητὸς Α1β, ἄρνιρος, αργοκίνητος, ἀργοπερπάτητος, ἀργοπόρευτος,ἀργοπορινός, ἀργοπόριστος, ἀργοπόρος, ἀργὸς Α2 ἀργοσάλευτος, *ἀργόσης, ἀργὸστόλιστος 2, ἀργόσυρτος, ἀργοχέρης, γιˬαβάσικος, μπάσος, ὀκνιˬάρης ὀκνός, σιγανός, ἀντίθ. γοργὸς, γρήγορος, σβέλτος. β) Ἤρεμος, ἤπιος Εὔβ. (Κάρυστ.) Ἰων. (Βουρλ.) Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Σάμ. 2) Ἐπὶ κλιβἀνου ἢ φούρνου, ὁ χαμηλῆς θερμοκρασίας, ὁ ἀτελῶς πυρωθεὶς Α. Κρήτ.: Πολλὰ γιˬαβάχη ἤφηκες τὸ φοῦρνο καὶ δὲ θὰ τὸ ψήσῃ τὸ ψωμί. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπῶν ὑπὸ τύπ. Γιˬαβάσης Ἀθῆν. Θεσσ. (Βόλ.) Κάρπ. Κέρκ. Κρητ. (Ρέθυμν. Χαν.) Κάλυμν. Κῶς Μακεδ. (Γιαννιτσ. Σέρρ.) Πελοπν. (Κιάτ. Κυπαρισσ. Λεχαιν Ξυλόκ. Πάτρ.) Σάμ. (Μαραθόκ.) Στερελλ. (Θῆβ.) Φοῦρν. κ.ἀ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/