γιˬαβάσικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαβάσικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γιˬαβάσικος ἐπίθ. Ἀθῆν. Εὔβ. (Κουρ. κ.ἀ.) Ἰων. (Μπουρνόβ.) Λειψ. - Π. Γενναδ., Ἑλλην. γεωργ., 11,341. Ν. Ἑστ. 25(1939), 856. -Λεξ. Πρω Δημητρ. γιˬαβά᾽κος Θρᾴκ. (Τσακίλ. κ.ἀ.) Προπ. (Ἀρτάκ.) γιˬαβά᾽κους Βιθυν. (Πιστικοχ.) Θεσσ. (Πήλ.) Θρᾴκ. (Σουφλ.) Λέσβ. (Ἀγιάσ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βέρ. Δάφν. Νάουσ. Νιγρίτ. Σέρρ.) ᾽ιαβά᾽κους Μακεδ. (Κοζ. κ.ἀ.) ἀβά᾽κους Μακεδ. (Βέρ. Μελίκ.) κ.ἀ.) γιˬαβάσκιˬος Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Ἰων. (Βουρλ.) διˬαβάσικος Ν. Πολίτ., Παροιμ., 3,633.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἑπιρρ. γιˬαβάς, ὅπου καὶ τὐπ. διˬαβάς, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ τὐπ. διˬαβάσικος. Ὁ τύπ. γιˬαβάσκιˬος διὰ μετάθεσιν τοῦ ι.

Σημασιολογία

1) Νωθρός, βραδυκίνητος, ἀργὸς Βιθυν. (Πιστικοχ.) Εὔβ. (Κουρ.) Θεσσ. (Πήλ) Θρᾴκ. (Τσακίλ. κ.ἀ.) Λέσβ. (Ἀγιάσ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Δάφν. Μελίκ. Νάουσ Νιγρίτ.) - Λεξ. Δημητρ.: Πολὺ γιˬαβασ᾽κο τὸ χέρ᾽ τ᾽, δὲ bορ᾽ νὰ βγά᾽ δ᾽λε͜ιὰ Τσακίλ. Ἕνα μ᾿λάρ᾽ γέρ᾽κου, γιˬαβά᾽κου Ἀγιάσ. Πουλὺ γιαβάσ᾽κου ἄλουγου, μούγκι γιὰ φουρτιὸ εἶνι Νάουσ. Εἶνι πουλὺ γιαβάσ᾽κους κι δὲ dοὺν γλέπου νὰ ᾽ρτ᾽ ἀγλήγουρα Πιστικοχ. Τοὺ ἀσανσὲρ εἶνι γιαβασ᾽κου· θέλ᾽ μ᾽σὴ ὥρα ν᾽ ἀνιέβ᾽ Δάφν. β) Ἤπιος, ἤρεμος Εὔβ. (Κουρ.) Θεσσ. (Πηλ..) Θρᾴκ. (Μάδυτ. Σουφλ. Τσακίλ.) Ἰων. (Βουρλ.) Προπ. (Ἀρτάκ.) κ.ἀ. - Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Εἶναι γιαβάσικος ἄνθρωπος Κουρ. Ἔ᾽ ἕνα γιˬαβάσ᾽κο ἄλογο, τὸ καταπόδ᾽ τ᾽ γ᾽ρίζ᾽ (= τὸν ἀκολουθεῖ) Τσακίλ. Καλὸ πιδί, γιˬαβάσ᾽κου Σουφλ. Συνών. εἰς λ. γιˬαβάσης. 2) Ἐπὶ γεύσεως, ἐλαφρός, μὴ ἔντονος Ἀθῆν. Μακεδ. (Βέρ. Κοζ. Νιγρίτ. Σέρρ. κ.ἀ.) Προπ. (Ἀρτάκ.) - Ν. Πολίτ., Παροιμ., ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Γιˬαβάσικος καφὲς (ὁ ἐλαφρὸς βραστὸς) Λεξ. Πρω. Δημητρ. Μ᾽ ἀρέσει ὁ γιˬαβάσικος καπνὸς Ἀθῆν. Εἶν᾽ ᾿αβάσ᾽κου τοὺ καπνὸ Μακεδ. Δὲ μὲ ἀρέσουν τὰ γιˬαβά᾽κα καπνὰ τ᾿ς Ἀνατουλῆς Σέρρ. Συνών. ἀλαφρὸς 2β, ἀντίθ. βαρὺς Α5, σέρτικος. β) Ἐπὶ θερμότητος, χλιαρός ὑπόθερμος Ἀθῆν. Εὔβ. (Κουρ.): Γιˬαβάσικη φωτιˬὰ Ἀθῆν. Ζ-ζέστανε τὸν-νερό; - Εἶναι γιˬαβάσικο (ζ-ζέστανε = ζεστἀθηκε) Κουρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/