ἀχρηστεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχρηστεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀχρηστεύω λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀχρηστεύω.
Σημασιολογία
1) Καθιστῶ τι ἄχρηστον, ἀκατάλληλον πρὸς χρῆσιν: Ἀχρήστεψα τὸ τουφέκι μου. Ἀχρήστεψαν τοὶς μηχανές. 2) Παύω νὰ χρησιμοποιῶ τι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA