γιˬαβουκλοῦ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαβουκλοῦ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γιˬαβουκλοῦ ἡ, Ἀγαθον. Ἀδραμ. Ἄνδρ. Ἰκαρ. Ἰων. (Βουρλ. Κρήν. Μπουρνόβ. Πέργαμ. Σμύρν.) Κρήτ. Κύθηρ. Κύπρ. (Γερμασ. κ.ἀ.) Κῶς (Καρδάμ. Πυλ.) Λέσβ. Λῆμν. Μακεδ. (Βέρ.) Σάμ. Τῆν. Χίος (Πυργ. Φυτ.) - Λεξ. Βλαστ., 411 γιˬαφουκλοῦ Κάρπ. (Ἔλυμπ.) γιˬαουκλοῦ Ἰκαρ. Κάρπ. Μεγίστ. Ρόδ. γιˬαοκλοῦ Ρόδ. γιˬαουκλῆ Θρᾴκ. (Ἀμόρ.) γιˬακλῆ Θρᾴκ. (Ἀδριανοὐπ. κ.ἀ.) Ἀρσεν. γιˬαβουκλοῦς Ἰων. (Βουρλ. Μπουρνόβ. Σμύρν.) Λῆμν. Τῆν. Χίος κ.ἀ. γιαουκλούς Ἰκαρ. γιˬαβουκλὸς Ἰων. (Κρήν.) γιˬαουκλῆς Θρᾴκ. (Ἀμόρ. Ἑλληνοχώρ.) γιακλῆς Θρᾷκ. (Ἀδριανούπ. Δαδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ τουρκ. yavuklu = μνηστήρ, μνηστή. Ὁ τύπ. τοῦ ἀρσεν. προσηρμόσθη πρὸς τὴν ἑλληνικὴν κατάλ. Ὁ τύπ. γιˬακλῆ καθ᾽ ἁπλολογίαν καὶ μετασχηματισμὸν κατὰ τὰ θηλ εἰς -η.
Σημασιολογία
Ἡ μνηστή, ὁ μνηστὴρ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Ἀμόρ. Δαδ. Ἑλληνοχώρ.) Ἰκαρ. Ἰων. (Βουρλ.) Λῆμν. Μεγίστ Χίος (Πυργ. κ.ἀ.) κ.ἀ.: Αὐτὸς εἷνι γιˬακλῆς μὶ τ᾽ δεῖνα Δαδ. Ἡ Μαρία πηγαί᾽ ᾽ς τοὺ γιˬαουκλῆ τ᾿ς Ἑλληνοχώρ. Συνών. ἀρμαστός 1, ἀρραβῶνας 2β, ἀρραβωνιάρης, ἀρραβωνιˬασμένος (ἰδ. ἀρραβωνιˬάζω), ἀρραβωνιˬαστικός, αρραβωνιστικός, δαχτυλιδωμένος. μνηστῆρας, συνιβασκός, χαρτωμένος β) Ἐρωμένη, ἐραστὴς πολλαχ.: Εἶχε μιὰ γιˬαβουκλοῦ ἀπὸ τὴ Σάμο Ἀγαθον. Κάθε βράδυ πηγαίνει ᾽ς τὴ γιˬαβουκλοῦ του Κρήτ. Ὅλο πετριˬὲς μοῦ ρίχνει ὁ λεγάμενος, θέλει νὰ μὲ πιˬάσῃ γιˬαβουκλοῦ (μοῦ ρίχνει πετριˬὲς = μοῦ κάνει ὑπαινιγμοὑς) Ἰων. (Σμύρν.) Μέχρι ᾽ψὲ εἶχα ᾽τη γιˬαβουκλοῦ, ἀπεσήμερις ᾽ὰ κάμω ἀρρεβῶνα Χίος (Φυτ.) Κατάκαρδα τοὺ πῆρι οὑ καψούρ᾽ς, π᾽ τοὺν ἄφ᾽κι ἡ γιˬαβουκλοῦ τ᾿ Σάμ. Ἐν ἐνdρέπ-εσαι νά ᾽ῃς καὶ γιˬαβουκλοῦν; Κῶς (Καρδάμ.) Τὸν ηὗρε τὸ κρῖμα τσῆ γιˬαβουκλοῦς του ποὺ τὴν ἄφησε ᾽ς τὰ καλὰ καθούμενα τρία χρόνιˬα Ἴων. (Σμύρν.) Τ᾽ς ἔχει μιˬὰ ἀγάπη ὁ γιˬαβουκλοῦς τση, ποὺ τὴ βλέπει μέσα ᾽ς τὰ μάτιˬα αὐτόθ. Ὁ γιˬαβουκλοῦς λέει τῆς γιˬαβουκλοῦς Χίος || ᾌσμ. Ὁ μύλος ἔχ᾽ ὀχτὼ παννιˬὰ κιˬ ἀλέθει τὸ σιτάρι κι ὅπο͜ιος δὲν κάμει γιˬαουκλοῦ δὲν εἶναι παλληκάρι Μεγίστ. Ἤθελα κάμω γιˬαβουκλόν, τὸν πόνο μου νὰ σβήσω, μὰ δὲ θὰ σβήσῃ ἐμὲ ποτέ, ὅσον καιρὸ κιˬ ἂν ζήσω Ἴων. (Κρἡν.) Ἡ γιˬαοκλοῦ του μbρόβαλεν ἀποὺ τὸ παναθύριν Ρόδ. Σ᾽ ἀρνήστηκεν ἡ γιˬαβουκλοῦ, μ᾽ ἐσένα δὲσ σὲ νο͜ιάζ-ζει Κῶς (Πυλ.). Συνών. ἀγαπᾶς, ἀγάπη, ἀγάπημα 3, ἀγαπητικὸς 2, ἀγαπητικούτσικος, ἀγαπητὸς 2, ἀγαπίτσα, ἀγαπῶς, ᾶγώρι, ἀμωρᾶτος͵ ἀμωρῶζος, γιˬαβρόπουλο, γκόμενος, ἐρωμένος, καλός, λεγάμενος 2, φίλος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA