ἄχρηστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄχρηστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄχρηστος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) ἄχρηστους βόρ. ἰδιώμ. ἄχρ’στος Μύκ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄχρηστος.

Σημασιολογία

1) 'Ο μὴ χρησιμοποιούμενος ἢ ὁ μὴ δυνάμενος νὰ χρησιμοποιηθῇ, ἀκατάλληλος πρὸς χρῆσιν κοιν. Πόντ. (Οἰν.): Ἄχρηστο πρᾶμα. Ρολόι χαλασμένο κι ἄχρηστο. Ἄχρηστη καρέκλα. Χύνεται τόσο νερὸ ἄχρηστο. Πέτρες ἄχρηστος β) Ἀνωφελὴς κοιν.: Ἄχρηστος ἄνθρωπος-ὑπάλληλος κττ. Γυναῖκα πολὺ γρα͜ιὰ κιˬ ἄχρηστη. Ἄχρηστο κορμὶ-παιδὶ κττ. 2) ᾿Αδέξιος, ἀνεπιτήδειος Πελοπν. (Κορινθ.) Σέριφ.: Ἄχρηστος τεχνίτης Σέριφ. 3) Ἀχρεῖος, αἰσχρὸς Μύκ.: Ἄχρ'στα λόγια. Ἡ σημ. καὶ μεσν. πβ. Μ.’Ετυμολ. 463, 24 «σχήματα ἄχρηστα ποιοῦσα».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/