γιˬαβρόπουλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαβρόπουλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬαβρόπουλο τό, ἐνιαχ. γιˬαβρόπον Πόντ. (Σαντ.) γιˬαρόπον Πόντ. (Κοτύωρ.) γιˬάροπο Πόντ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬαβρὶ διὰ τῆς παραγωγ. καταλ -πουλο. Θωπευτικῶς, τὸ ἀγαπημένον πρόσωπον, ἐρωμένος ἢ ἐρωμένη ἔνθ᾽ ἀν.: ᾌσμ.
Σημασιολογία
Ὀμνῶ καὶ κατορκίσκουμαι ᾽ς σ᾽ ὀμματόπα μ᾽ τὰ δύο, γιˬαβρόπο μ᾽, κι ἂν σκοτών᾽νε με, ἐσέν᾽ ᾽κὶ παραδίγω (ὀμνῶ καὶ κατορκίσκουμαι = ὁρκίζομαι ἐντόνως, ᾽κὶ = δὲν) Πόντ. (Σάντ.) Ἐμὲ καὶ τὸ γιˬαβρόπο μ᾽ ᾿ς ἕναν ὀτᾶ νὰ βάλλ᾽ναν, νὰ χάν᾽ταν τ᾿ ἀνοιγάρ κ᾽ ἐμᾶς ᾽πα ν᾽ ἀνασπάλλ᾽ναν (ὀτᾶς = ὀντας, δωμάτιον· ἀνοιγάρ = κλειδιά· ἀνασπάλλω = λησμονῶ) Πόντ. (Κοτύωρ.) Ὁ κύρ᾽ σ᾽ νὰ ρούζ᾽ ᾽ς σὴ θάλασσα κ᾽ ἡ μάννα σ᾽ νὰ οὖρνᾶται, κ᾽ ἐσύ πα μὲ τὸ γιˬάροπο σ᾽ ἐντάμα νὰ ψοφᾶτε. (ὁ πατέρας σου νὰ πέση εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἡ μητέρα σου νὰ ὧρὐεται...) αὐτόθ. Συνών εἰς λ. ἀγάπη 3, ἀγάπημα 3, ἀγαπῶς, ἀμωρῶζος, γιˬαβουκλοῦ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA