γιˬαβροὺ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαβροὺ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬαβροὺ τό, Ἀντίπαξ. Εὔβ. (Αἰδηψ.) Θεσσ. (Τσαγκαρ.) Καππ. (Δίλ. Μισθ.) Λῆμν Μακεδ. (Βόιον Δαμασκ.) Παξ. Πόντ. (Ἀντρεάντ. Κοτύωρ.) γιˬαβρὶ Ἄνδρ. (Κόρθ.) Ἤπ. (Ραδοβύζ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Πήλ) Ἰων. (Σμύρν.) Μακεδ. (Ελευθερ. Κοζάν. Νάουσ.) Πόντ. Προπ. (Μηχαν.) Σῦρ. Χίος (Βροντ.) - Α. Μαμμέλ., Θαλασσιν., ᾽106 γιˬαβρὶν Πόντ. (Κερασ.) γιˬαρὶν Πὸντ. (Κοτύωρ.) γιˬαρὶ Πόντ. (Σεμέν.) γιˬαβρῆς Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ τουρκ. yavru = μικρὸν παιδίον ἢ ζῶον· Ὁ τύπ. γιˬαβρὶ κατὰ τὰ οὐδ. εἰς -ί.

Σημασιολογία

1) Νεογέννητον ζῶον (α) Ὁ νεοσσὸς πτηνοῦ, ἰδίᾳ τῆς περιστερᾶς πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. κ.ἀ.) Δὲ μπουρεῖ νὰ πιτάξῃ ἀκόμα, εἶνι γιˬαβρὶ Μακεδ. (Νάουσ.) Τὸ παιδί της εἶναι ἀδύνατο σὰ γιˬαβρὶ Ἰων. (Σμύρν.) Συνών. παλάζι, πιτσούνι. (β) Μικρὸν καναρίνι Θεσσ. (Πήλ.) (γ) Νεογέννητον σκυλλίον Καππ. (Δίλ.) Πόντ.: Σκυλλιˬοῦ γιˬαβρού Δίλ Ἡ τσούνα ἐφάσεν τὰ γιˬαβρίαν ατ᾽ς (ἡ σκύλλα τάισε τὰ μικρά της) Πόντ. Συνών. κουλούκι, κουταβάκι, κουτάβι. (δ) Νεογνὸν σκυλλόψαρου ἐλαφρότερον τῆς ὀκᾶς Α. Μαμμέλ., ἔνθ᾽ ἀν (ε) Ἡ μικρὰ μέλισσα Σῦρ. 2) Μικρὸν παιδίον Καππ. (Μισθ.) Πόντ. (Ἀντρεάντ. κ.ἀ) Προπ. (Μηχαν.): Γιˬαβρού μ᾽, ἐγὼ ἁτώρα σκοτία λύχνοι τ᾽ ὀμμάτ᾽ μ᾽ ᾽κ ἔλεπ᾽νε νὰ πάω δένω τὸ νερὸν (παιδί μου, ἐγὼ τώρα, θεοσκότεινα, δὲ βλέπω νὰ πάω νὰ δέσω τὸ νερὸ) Ἀντρεάντ. Γιˬαβρου᾽ μ᾽ γιˬά δὲν εἶπες, Κύριε ᾽σοῦ Χριστέ, ὅταν τὸ πῆρες τὸ φόρεμα· (γιˬά = διατί, ᾽σοὔ = ᾽Ιησοῦ· ἐκ διηγ.) Μισθ. β) Θωπευτικὧς, προσφώνησις παιδίου ἢ ἀγαπητοῦ προσώπου πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σεμέν.): Γιˬαβρού μ᾽! Γιˬαβρί μου! (ἀγάπη μου, μάτια μου, πουλλάκι μου, κανακάρη μου) πολλαχ. Ὤ, τὸ γιˬαβρί μου νὰ dὸ χαρῶ! Σῦρ. Ἔλα, γιαβρού μ᾽! Ἄιdι. γιˬαβρού μ᾿, κάτσι διˬάβασι, νά ᾽χῃς τὴν εὐκή μου! Εὔβ. (Αἰδηψ.) Ἄιdι, ὄρὲ γιˬαβρού μ᾿, καλὸ ἔνι Λῆμν. Ἡ λ. ὡς ἐπών. ὑπὸ τύπ. Γιˬαβρούμης Ἀθῆν Πελοπν. Γιˬαβρῆς Ἀθῆν Θεσσ. (Λάρ.) Μακεδ. (Θεσσαλον. Νιγρίτ. Σέρρ.) Πελοπν. (Πάτρ. Τρίπ.) Πόρ. Σίφν. Στερελλ. (Αἰτωλ. Μακρακώμ Ραφήν.) Γιˬαβρὸς ᾽Αθῆν Ἰαβρὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) καὶ ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γιˬαβροὺμ Ἄνδρ. (Κόρθ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/