γιˬαγιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαγιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γιˬαγιˬὰ ἡ, κοιν. ιαιὰ Φολέγ. ζαζὰ Φολέγ. ᾿ιˬαιˬὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γαγὰ Στερελλ. (Φθιὥτ.) γιάγια Κέρκ. (Σιναρᾶδ.) Πελοπν. (Λάγ.) Στερελλ. (Μεσολόγγ. Σιβ.) Πληθ. γιˬαγιˬὲς Θεσσ. (Τρίκερ.) γιˬαγιˬάες Χίος γιˬαγιˬάε Καππ. (Δίλ)
Ετυμολογία
Λέξις πεποιημένη τῆς παιδικῆς γλώσσης.
Σημασιολογία
1) Ἡ μάμμη ἀπὸ πατέρα ἢ μητέρα κοιν.: Μοῦ τό ᾽πε ἡ γιˬαγιˬά μου. Θὰ πάω ᾽ς τὴ γιˬαγιˬά μου. Ἀπόψε θά ᾽ρθῃ ἡ γιˬαγιˬὰ κοιν. Γιˬαγιˬά, τί θὰ φάω; Πέλοπν. (Ἀχαΐα) Βρὲ, τὸ ἀφωρισμένο! Νὰ τὸ στείλω γιˬὰ τὸ σκολεῖο καὶ ᾽κεῖνο νὰ πάῃ νὰ κρυφτῇ ᾽ς τὴ γιˬαγιˬά του (εἰς τὸ σπίτι τῆς γιαγιᾶς του) Πελοπν. (Λάγ.) Ἔλα γιˬαγιˬά, νὰ τὸ πάρ᾽ς Θρᾴκ. (Μέτρ.) Λὲν οἱ γιˬαγιˬὲς παραμύθιˬα κὶ τρῶν τ᾿ ἀγγόνιˬα Θεσσ. (Τρίκερ.) Μεριτσοὶ παπποῦες τσαὶ γιˬαγιˬάες θῶσιν νὰ τὸ βγάλουν τ᾽ ὄνομάν των ᾽ς τὸ ᾿γ-γονάτσιν (θῶσι = θέλουν, ᾽γ-γονάτσιν = ἐγγονάκι) Χίος Ἔλεαν γιˬαγιˬάε μας νὰ βάλωμε φαγιˬὰ γιˬὰ τὰ ᾽ποθαμένα Καππ. (Δίλ) || Παροιμ. Ἐκεῖνα ποὺ ἔ᾽ ἡ γιαγιά μ᾽ τὰ λέει τοῦ παπποῦ μ᾽ (δι᾽ ἐκείνους ποὺ ἐπιρρίπτουν εἰς ἄλλους τὰ δικά των ἐλαττώματα) Βιθυν. (Νικομήδ) Ἡ γιˬαγιˬὰ τρώει κυδώνι | καὶ μουδιˬάζει τὸ ἐγγόνι (τὰ τέκνα τιμωροῦνται διὰ τὰ ἁμαρτήματα τῶν γονέων Βιθυν. (Παλλαδάρ.) Συνών. παροιμ. Ἁμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα (Πβ. Ν. Πολίτ., Παροιμ., 2,137 κἑξ.) Ἔβκαρ᾽ τὴν γιˬαγιˬάν, γιὰ θὰ σὲ βκάλῃ ἐκείνη (ἡ ὕπαρξις τῆς μάμμης εἰς τὴν οἰκίαν εἶναι ἀσύμφορος, διότι συνηθίζει τὴν οἰκοκυράν εἰς τὴν ὀκνηρίαν) Κύπρ. || ᾎσμ. Γιˬαγιˬά μου, τί τὰ φόρεσες τὰ γιορτινά σου ροῦχα; Σὲ τί ταξίδι θέ᾽ νὰ πᾷς, σὲ τί πανηγυράκι; (μοιρολ) Πέλοπν (Ἄρν.) Συνών ἄμιˬα 3, βαβὰ 1, βαβούλω, βάβω 2, γλυκε͜ιά, καλή, καλομαννα, κυρά, κυράκα, κυραμάννα, κυρούλα, λαλα᾽, λάλη, μάκα, μάκω, μάλε, μαλέκω, μάλη, μαμμή, μάμμη, μαμμοῦ, μαννάκα, μάννα καλή, μαννάκι, μάννα τρανή, μάννη, μαννιˬά, μαννίτσα, μαννοῦ, μεγάλη, μπάμπω, νάννα, νεννέ, νιˬάνιˬα, νόννα, παλιˬά, στετέ, τρανέσσα μάννα, τρανή, τρανίκω, τσαρά, τσάτσα β) Ἡ ἀδελφὴ τὴς μάμμης Πελοπν. (Ὀλυμπ.) κ.ἀ. γ) Κάθε γυναῖκα παρωχημένης ἡλικίας, ἡ γριὰ σύνηθ.: Σήκω νὰ καθήσ᾽ ἡ γιˬαγιˬά. Τί θέλεις, γιˬαγιˬά; σύνηθ. Ἔλα, γιˬαγιˬά, νὰ τὸ πάρ᾽ς τὸ ψωμὶ Θρᾴκ. (Μέτρ.) δ) Ἡ θεία Θεσσ. (Τρίκερ) Νάξ (Ἀπύρανθ.) Στερελλ. (Μεσολόγγ. Σιβ.): Γιˬαγιˬὰ λέμ᾽ τ᾿ θεία ἰδῶ Τρίκερ. Μὰ εἶdά ᾽κανες ᾽ς τσῆ’ ᾿ιαιᾶς; Ἀπύρανθ. Ἔλα, πού ᾽μαι ᾽ς τσῆ ᾿ιˬαιˬᾶς μου αὐτόθ. Συνών. ἄμιˬα 1, θε͜ιάκω, τσατσά ε) Ἡ πενθερὰ ὡς πρὸς τὴν νύμφην Σαμοθρ. 2) Ἡ μητρυιὰ Νάξ (Ἀπύρανθ.) 3) Ἡ ἀδελφὴ Στερελλ. (Μεσολόγγ.) β) Εἰρων. διὰ γυναῖκα δύστροπον Κέρκ. (Σιναρᾶδ.): Νὰ πῇς τῆς γιˬάγιˬας μου νὰ μ᾽ ἀφήκῃ ἥσυχόνε, μὴ φτάσουμε ᾽ς τὶς μεγάλες πόρτες (εἰς τὰ δικαστὴρια). γ) Εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν νηπίων, ἡ μεγαλυτέρα ἀδελφὴ κυρίως Ρόδ. Στερελλ (Σιβ.) 4) Εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν νηπίων, ἡ μητέρα Σύμ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ Νησὶ τῆς Γιˬαγιˬᾶς Ἤπ. (Πάργ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA