βυζανταρούδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βυζανταρούδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιατικό

Γένος

Ουδέτερπ

Τυπολογία

βυζανταρούδι τό, Κέρκ.-ΚΘεοτόκ. Καραβέλ. 32.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βυζαντάρι, δι’ ὃ ἰδ. βυζανταροῦ, ἢ ἀπ' εὐθείας ἐκ τοῦ βυζανταροῦ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ούδι.

Σημασιολογία

Τὸ θηλάζον βρέφος ἔνθ’ ἀν.: Τὰ παιδιὰ τοῦ σκολε͜ιοῦ, βυζανταρούδια ἀκόμα Κέρκ. Κρῖμα ᾿ς τὰ βυζανταρούδιˬα ποῦ θ’ ἄφινε κατόπι της ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἐν λ. βυζαλιχτέριν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/