γιˬαγιˬαδοσύνη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαγιˬαδοσύνη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γιˬαγιˬαδοσύνη ἡ, ἀμάρτ. ᾿ιˬαιαδοσύνη Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ πληθ γιˬαγιˬᾶδες τοῦ οὐσ. γιˬαγιˬὰ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ -σύνη.
Σημασιολογία
Ἡ συγγένεια πρὸς τὴν θείαν: Τὸ θάρρος πὄχομεν ἐμεῖς κ᾽ ἑρχούμεσταν ἐπὰ εἶναι τσῆ ᾽ιˬαιˬαδοσύνης. Εἶναι ἡ ᾽ιˬαιˬά μας ἀκόμα νοικοκιˬουρὰ ᾽ς τὸ σπίτι καὶ ᾿ιὰ ᾽φτὸ ᾽ρχούμεστα μὲ τόσον ἀέρα (᾽ιˬαιˬὰ = θεία). Μὰ ἤκανε νὰ παρθοῦσι, dίοτα ᾿ιˬαιˬαδοσύνη θαρρῶ πὼς εἶχαν οἱ ᾽ονεῖς τωνε! Μήτε συgένε͜ιες ὑπάρχου πιὰ μήτε ᾽ιˬαιˬαδοσύνες μήτε τίοτα! (dίοτα ᾿ιˬαιˬαδοσύνη = κάποια συγγένεια, ᾿ονεῖς = γονεῖς).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA