ἀχρίστιˬανος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχρίστιˬανος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀχρίστιˬανος ἐπίθ. Ζάκ. Θρᾴκ. –ΑΛασκαράτ. Ποιήμ. 100.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ὀν. Χριστιˬανός.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ πιστεύων εἰς τὸν Χριστόν, ἀσεβής, ἄπιστος ἔνθ’ ἀν.: Ἀθεόφοβος κιˬ ἀχρίστιˬανος Θρᾴκ. Νὰ πεθάνω ἀχρίστιˬανος! (ὅρκος) Ζάκ. ‖ Ποίημ. Κ’ ἐθρήνησε ὁ πατέρας του κ᾽ ἡ μάννα λογιάζοντας τ᾿ ἀχρίστιˬανα στερνά του ΑΛασκαρᾶτ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἄχριστος (ΙΙ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/