βυζάντι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βυζάντι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βυζάντι τό, Κάρπ. ᾿υζάντι Κάρπ. γυζάντι Κάρπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βυζαίνω ἀγνώστου ἐτυμολογικῆς σχέσεως.
Σημασιολογία
Τὸ κατὰ τὸ Πάσχα ψηνόμενον ἀρνὶ ἐνίοτε δὲ καὶ ἐρίφιον, τὸ ὁποῖον μέχρι τότε θηλάζει.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA