γιˬαγιˬάκα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαγιˬάκα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γιˬαγιˬάκα ἡ, κοιν. καὶ Πόντ (Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬαγιˬὰ κατὰ τύπ. ὑποκορ. Πβ. διὰ τὸν σχηματισμὸν τὰ θε͜ιάκα, μαμάκα, μαννάκα καὶ τὸ Βυζαντ κυράκα.
Σημασιολογία
Θωπευτικῶς, ἡ γιˬαγιˬὰ 1, τὸ ὑπ. βλ., κοιν. καὶ Πόντ.: Γιˬαγιˬάκα μου, σ᾽ ἀγαπῶ πολύ. Ἔλα, γιˬαγιˬάκα μου, ἔλα! Ἔλα νὰ πᾷς ᾽ς τὴ γιˬαγιˬάκα σου κοιν. Ἀπὸ τὸ φόβο του εἶχε λουμώξει ᾽ς τὴν ἀγκαλέα τῆς γιˬαγιˬάκας του Πελοπν. (Ξεχώρ.) Ἀπὸ πότες σ᾽ ἔπιασε τόσος πατριωτισμός; - Ἀπὸ χτὲς, γιˬαγιˬάκα μου! Γ. Ψυχάρ., Ταξίδι3, 45.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA