Βυζάντιˬο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Βυζάντιˬο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

Βυζάντιˬο τό, Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. γεωγραφικοῦ ὀν Βυζάντιον.

Σημασιολογία

Ἡ πόλις Βυζάντιον: Φρ. Ἔχει περιουσία Βυζάντιο (ἐπὶ κατόχου μεγάλης περιουσίας). Συνών. φρ. Ἔχει. τῆς Βενετιˬᾶς τὸ βιˬό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/