γιˬαγιˬᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαγιˬᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιαγιᾶς ὁ, Κρήτ. (Σέλιν.) γιˬάγιˬας Κέρκ. (Σιναρᾶδ.) Πελοπν (Ξηροκ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. κ.ἀ.) γιˬάγιˬαν Πόντ. (Οἰν.) γιˬάγαν Πόντ. (Οἰν.) ᾽ιˬἀιˬας Ποντ (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬαγιˬά. Λέξις τῆς παιδικῆς ἡλικίας.
Σημασιολογία
Πᾶς πρεσβύτερος καὶ εἰδικώτερον θεῖος, ἀδελφός, ἐξάδελφος κ.τ.τ. ἰδιαιτέρως εἰς προσφώνησιν ἔνθ᾽ ἄν.: Ὁ γιˬάγιˬαν ὁ Νικόλαν Πόντ. (Οἰν.) : ᾎσμ. Γε͜ιά σου, γιˬάγιˬα μου! - Καλῶς τὸν καβαλλάρη! Πελοπν. (Ξηροκ.) Συνών. θεῖος, κάλλας, κυρίτσης, λαλᾶς, λαλης λάλος, μπάιˬος, μπάρμπας, νταής, τσάτσος, τσίτσης. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γιˬαγιˬᾶς Ἀθῆν. Κρήτ. (Ἡράκλ.) Μακεδ. (Αἰγίν. Θεσσαλον.) Πελοπν. (Πάτρ.) Στερελλ. (Ἀταλ. Ραφήν.) Τῆν. Σάμ. Χίος, ὡς παρωνύμ ὑπὸ τὸν αὐτὸν τύπ. Κεφαλλ. Παξ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. ᾽Σ τοῦ Γιˬαγιˬᾶ τὴ Συτσὰ Πελοπν. (Λαγκάδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA