γιˬαγκασλαεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαγκασλαεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬαγκασλαεύω ἀμάρτ. γιˬαγκαζλαεύω Πόντ. (Κρώμν Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπίθ. γιˬαγκάσης καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -λαεύω, διὰ τὴν ὁπ. βλ. Α.Α. Παπαδόπ., Λεξ. Ποντ. διαλ. Πβ. γιˬαγλαεύω, γιˬανλαεύω.
Σημασιολογία
Φωνάζω πολύ δυνατά, κραυγάζω, προξενῶ μέγαν θόρυβον διὰ τῶν φωνῶν μου ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸ μωρό μ᾽ γιˬαγκαζλαεύ᾽.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA