γιˬαγκινίζομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαγκινίζομαι

Τύπος

Απλό

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γιˬαγκινίζομαι Πελοπν. (Μεσσην.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬαγκίνι.

Σημασιολογία

Ἐπὶ ὀφθαλῶν κοκκινίζω, θολώνω: Γιˬαγκινίστηκε τὸ μάτι ἀπὸ τὸ κρασί. Ἤτανε γιˬαγκινισμένο τὸ μάτι του ἀπὸ τὸ μεθύσι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/