γιˬαγκιˬόζης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαγκιˬόζης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γιˬαγκιˬόζης ἐπίθ. ἐνιαχ. γιˬαγκιˬόζ᾽ς Προπ. (Πανορμ.) γιˬαgιˬόζ᾽ς Θρᾴκ. (Σαρεκλλ.) γιˬαgιˬόζ᾽ Α. Ρουμελ. (Καβακλ.) γιˬαγκιˬόιζ᾽ Θρᾴκ. (Ἑλληνοχώρ.) Θηλ. γιˬαgιˬόζα Προπ. (Κύζ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν Τουρκ. yan = πλαγία ὄψις καὶ göz = ὀφθαλμός.
Σημασιολογία
Ὁ ἀλλήθωρος ἔνθ᾽ ἀν.: Γιαγκιόιζ᾽, σὺ δὲ βλέπ᾽ς μπρουστά σ᾽, εἶδις κὶ τί ἔκανα κὶ ᾽γώ; Θρᾴκ. (Ἑλληνοχώρ.) Συνών. ἀλληgιˬόζης, ἀλλήθωρος, γκαβομάτης, γκαβός, γκαιˬδός, παραμάτης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA