γιˬαγλαεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαγλαεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬαγλαεύω Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬάγλος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -λαεύω, διὰ τὴν ὁπ. βλ. Α. Α. Παπαδοπ., Λεξ. Ποντ διαλ. Πβ. καὶ Τουρκ. ρ. yaǵmalak = ἐπαλείφω κάτι δι᾽ ἐλαίου ἢ λίπους.
Σημασιολογία
Ἀρτύω, ἐπαλείφω τεμάχιον ἄρτου διὰ βουτύρου Ἐγιˬαγλάεψεν τὸ ψωμίν κ᾽ ἔφαεν. Συνών. ἀρτύνω Α1, γιˬαγλατίζω, γιˬαγλαταίνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA