γιˬαγλατίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαγλατίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬαγλατίζω Μεγίστ. γιˬαγλατοῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) Παθ. μετοχ. γιˬαγλαντισμένος Μεγίστ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yaǵlamak (= ἐπαλείφω κάτι δι᾽ ἐλαίου ἢ λίπους.) διὰ τοῦ ἀορ. yaǵlandim.
Σημασιολογία
1) Ἐπαλείφω κάτι διὰ λιπαρᾶς οὐσίας, ἐλαίου, λίπους κ.ἄ. ἔνθ᾽ ἀν. 2) Ἡ μετοχ. γιˬαγλαντισμένος, αὐθάδης, ταραξίας, κακοήθης Μεγίστ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA