βυζατοβόλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βυζατοβόλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βυζατοβόλι τό, Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐδ. οὐσ. βυζᾶτο, δι’ ὃ ἰδ. βυζάτη, καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -βόλι. ’Ιδ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾽Αθηνᾶ. 22 (1910) 245.

Σημασιολογία

Μέγα πλῆθος ἀφθονία βυζάτων χόρτων. Συνών βυζατοθέμι, βυζατομάνι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/