ἁρπακώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁρπακώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἁρπακώνω Κεφαλλ. Πελοπν. (Κορινθ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ.) ἁρπακώνου Μακεδ. (Βέρ.) Μέσ. ἁρπακοῦμαι Πόντ. (Οἰν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἁρπάζω κατὰ σύμφυρ. πρὸς τὰ συνών. ἁρπακολλῶ καὶ τσακώνω.

Σημασιολογία

Δράττομαι ταχέως, συλλαμβάνω, ἀρπάζω: Τρέχουν, ἁρπακώνουν καὶ φέρουν τηνε κουντά του (ἐκ παραμυθ.) Ἀμισ. Δὲν τὸν ἁρπακώνεις μ᾿ ἕνα στειλιˬάρι; (βραχυλ. ἀντὶ δὲν τὸν ἀρπάζεις καὶ τὸν δέρνεις μ᾿ ἕνα στ.) Κορινθ. Πιαστήκανε χέριˬα μὲ χέριˬα, ἁρπακωθήκανε μέση μὲ μέση Πελοπν. || Φρ. Ἁρπακώνιτι σ’ ὅλα (τα παντα ἐπιχειρεῖ) Βέρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἁρπάζω Α 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/