γιˬαζλίκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαζλίκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬαζλίκι τό, Θρᾴκ. (Μέτρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yazlik = θερινός.

Σημασιολογία

Τὸ σητιρὸν ἢ τὸ λινάριον τὰ ὁποῖα σπείρονται κατὰ τὴν ἄνοιξιν : Τώρα ξεσπερν᾽νε καὶ τὰ γιˬαγζλίκια, τὰ κριθάριˬα, τὰ ψ᾽μόσ᾽ταρα καὶ τὰ ψ᾽μό᾽να (= ὄψιμα σιτάρια καὶ λινάρια).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/