γιˬαζμὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬαζμὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬαζμὰ ἡ, Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yazma = ὕφασμα ζωγραφισμένον διὰ τῆς χειρός.
Σημασιολογία
Πολὐχρωμος ἀνδρικὸς κεφαλόδεσμος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA