βυζοθάμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βυζοθάμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βυζοθάμα τό. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. βυζὶ καὶ θάμα.
Σημασιολογία
Βυζοβόλι, ὃ ἰδ.: Μουρέ, εἶdα βυζοθάμα ᾽ναι ποῦ τὸ ’χει ὁ χοῖρος ἐκεῖνος, δεκαπέντε βυζὰ ἔχει!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA