ἀχροίαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχροίαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχροίαστος ἐπίθ. Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *χροιαστὸς<*χροιάζω<χρά, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. χροιά.
Σημασιολογία
Ὀ στερούμενος χροιᾶς, ὁ ἄνευ ζωηροῦ χρώματος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA