γιˬάλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬάλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γιˬάλα ἡ, (Ι) Σύμ - Λεξ. Βλαστ. 313.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬαλός, ὑποχωρητ.
Σημασιολογία
1) Γιˬαλός, τὸ ὃπ. βλ., Λεξ. Βλαστ., 313. β) Λιμήν, τοῦ ὁποίου ἡ παραλία εἶναι ἀμμώδης καὶ ἐκτεταμένη Σύμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA