βυζούλλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βυζούλλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βυζούλλι τό, ἀμάρτ. βυζού’ Μακεδ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. βυζούλλι. Πβ. Ἔπαινος τῶν γυναικῶν στ. 601 (ἔκδ. KKrumbacher σ. 601) «καὶ ἀνοίγουν τὰ τραχήλια | δείχνουσιν καὶ τὰ βυζούλλια | καὶ τὰ στήθη καὶ πλατάρια | δείχνουν τα εἰς τὰ παζάρια».

Σημασιολογία

Ὁ μικρὸς μαστός: ᾎσμ. Ἀπὸ τ’ ἄσπρα σ᾿ τὰ βυζούλλιˬα τρέχει ἀθάνατο νερό, ἔπεσα γιὰ νὰ ποθάνω καὶ δὲν μ’ ἔδωκες νὰ πιˬῶ. Συνών. βυζάκι Α 1, βυζέλλι, βυζουριδάκι, βυζουρίδι. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Στερελλ. (Ἀκαρναν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/