γιˬαλάκα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαλάκα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γιˬαλάκα ἡ, Θεσσ. (Δομοκ. Καρδίτσ.) Κρήτ. Μακεδ. (Φιλ.) Πόντ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬαλάκι 2, κατὰ τύπ. μεγεθ.

Σημασιολογία

1) Κοίλωμα παραθαλάσσιον βράχου πλῆρες θαλασσίου ὕδατος Πόντ.: Εὐκαίρωσεν γιˬαλάκα (εὐκαίρωσεν = ἄδειασε· ἐπὶ ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι, λόγῳ σκότους ἢ μέθης, ἔπεσαν εἰς τὸ κοίλωμα καὶ ἐβράχησαν). 2) Κοίλωμα ἐδάφους Θεσσ. (Δομοκ. Καρδίτσ.) Κρήτ. Μακεδ. (Φιλ.) 3) Παιδιὰ κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ παίζοντες διαιροῦνται εἰς δύο ὁμάδας καὶ ἀγωνίζονται ἐναλλὰξ νὰ πατήσουν ἐντὸς μεγάλης ὀπῆς, τῆς γιαλάκας, ἡ ὁποία ἠνοίχθη ἐντὸς τοῦ ἐδάφους διὰ τὸν σκοπὸν αὐτόν. Ἐὰν οἱ φυλάσσοντες τὴν ὀπὴν, ὀπαδοὶ τῆς μιᾶς ὁμάδος, κατορθώσουν νὰ θέσουν ἐκτὸς μάχης τοὺς ἐπιτιθεμένους ἐγγίζοντες αὑτούς μὲ τὸ χέρι πρὶν προφθάσουν νὰ πατὴσουν ἐντὸς τῆς ὀπῆς, θεωροῦνται νικηταί Ἄλλως θεωροῦνται ἡττημένοι καὶ ἡ παιδιὰ ἐπαναλαμβάνεται μὲ ἀνάλογον ρόλον, μέχρις ὅτου νικηθοῦν οἱ ἀντίπαλοι καὶ ἀναλάβουν τὴν φύλαξιν τῆς ὀπῆς Θεσσ. (Δομοκ. Καρδίτσ.) Κρήτ. Μακεδ. (Φιλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/