ἁρπεδόνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁρπεδόνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτεορ
Τυπολογία
ἁρπεδόνι τό, Ἀθῆν. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Τσακων. κ.ἀ. -Λεξ. Βυζ. Βλαστ. ἁρπεδό’ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἁρπιδό’ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Κοζ. Μελέν.) κ.ἀ. ἁρπ’δό’ Μακεδ. (Ζουπάν.) ’ρουπ’δό’ Μακεδ. (Καταφύγ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἁρπεδόνα.
Σημασιολογία
1) Νῆμα συνήθως μάλλινον Μακεδ. (Καταφύγ. Μελέν.) 2) Συνήθως κατὰ πληθ., ἁρπεδόνα 1, ὃ ἰδ., Ἀθῆν. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σαρεκκλ. Σηλυβρ.) Μακεδ. (Ζουπάν. Κοζ.) Τσακων. κ.ἀ. -Λεξ. Βυζ. Βλαστ.: Ἀπόμειναν μόνον τ’ ἁρπεδόνιˬα (ὑφάνθη τὸ ὕφασμα μέχρι τέλους) Σηλυβρ. Τοὺ ζουνάρι μ᾽ ἔ’ πουλλὰ ἁρπιδόνιˬα Κοζ. 3) Ράκος Θρᾴκ.: Ἔγινε τὸ φόρεμα ἀρπεδόνι. Συνών. ἁρπεδόνα 2. 4) Πληθ. ἀρπιδόνιˬα, οἱ μίτοι τῶν μιταρίων ἐν τῷ ὑφαντικῷ ἱστῷ διὰ τῶν ὁποίων διέρχονται οἱ μίτοι τοῦ στήμονος Μακεδ. (Ζουπάν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA