βύθισι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βύθισι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βύθισι ἡ, Κρήτ. Κῶς Μύκ. Νάξ. (Ἐγκαρ.) Πάρ.-ΔΒουτυρ. Διηγήμ. 34 -Λεξ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. 391 Πρω. Δημητρ. βύθισ’ Πάρ. (Λεῦκ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βυθίζω.

Σημασιολογία

Καταφορὰ εἰς ὕπνον ἢ λήθαργον ἕνεκα ἀσθενείας ἢ λύπης. κατάστασις ναρκώσεως ἔνθ’ ἀν.: αλιμένος μὲ τοῦ νύπνου τὴν βύθισι Κῶς. Εἶχε βύθισι χτὲς τὸ βράδυ τὸ παιδὶ Νάξ. (Ἐγκαρ.) Αὐτὸς δὲ θυμᾶται κi αὐτὰ ποῦ λέει θὰ τὰ εἶδε ᾽ς τὴ βύθισί του ΔΒουτυρ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. βύθισμα 2, βυθισμός, βύθος, βυθούρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/