γιˬαλαντζῆς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬαλαντζῆς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γιˬαλαντζῆς ἐπίθ. Ἤπ. (Δρόβιαν. Κόνιτσ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Γάν. κ.ἀ.) Κωνπλ. Μακεδ. (Βόιον Καστορ. κ.ά.) - Λεξ. Μπριγκ. Δημητρ. κ.ἀ. γιˬαλαντσῆς Μακεδ (Γρεβεν.) γελαντζῆς Ἤπ. (Ἰωάνν. κ.ἀ.) Θάσ. Ἰων. (Βουρλ.) Κωνπλ. Μεγίστ.- Λεξ. Βλαστ. 365 κ.ἀ. γελατζῆς Ἤπ. (Πωγῶν) Κρήτ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) γελετζῆς Ρόδ. γιλαντζῆς Ἤπ. (Ζαγόρ. Κόνιτσ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Κοζ.) ’ιλαντζῆς Μακεδ. (Σιάτ.) γιλαdζῆς Λῆμν. ἄκλ. γιˬαλαντζὶ Ἀθῆν. Σάμ. - Λεξ. Πρω. Δημητρ. γελαντζὶ Κωνπλ. γελατζὶ Κρήτ. γιολαντζὶ Κωνπλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yalanci = ψεύστης, ψευδὴς. Ὁ τύπ. γελαντζῆς κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ γελῶ = ἐξαπατῶ.

Σημασιολογία

1) Ψεύστης, ἀπατεὼν Α. Ρουμελ (Σωζόπ.) Θάσ Ἰων. (Βουρλ.) Κρήτ. Μεγιστ Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Ρόδ.-Λεξ. Μπριγκ.: ᾌσμ. Ὁ χάρος εἶναι γελατζῆς, μὰ καὶ πολὺ μαριˬόλος· ’ς τὸ ἔbα δώνει τὰ κλειδιˬά, ’ς τὸ ἔβγα δὲ dὰ δώνει Λάκων. Μπρόβαλε ’ς τὸ μεζάρι μου καὶ βάστα κ’ ἕνα ρόδο, γιˬατὶ πολὺ σ’ ‘αγάπουνα ’ς τὸ γελατζῆ τὸ gόσμο (μεζάρι = τάφος) Κρήτ. Πῆτε τους καλορρίζικα, πῆτε τους νὰ γηράσου, αὑτὸν τὸγ-γελεντζῆ ντουνιˬᾶν καλὰ νὰ τὸμ περάσου Ρόδ. β) Πλανόδιος πωλητὴς Θρᾴκ. εἴρων, Γιˬαλατζῆδες = οἱ κάτοικοι τῶν Γανοχώρων τῆς Θρᾴκης ὑπὸ τῶν περιοίκων. Λέγονται δὲ οὕτως ἐπειδὴ ἐξαπατοῦν τοὺς ἀγοραστὰς Θρᾴκ. γ) Ἄκλιτ. γιˬαλαντζὶ ντολμᾶδες = νηστὴσιμοι ντολμᾶδες γεμιστοὶ μὲ ρύζι καὶ μαγειρευμένοι μὲ λάδι, κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τοὺς πραγματικούς, τοὺς ἀληθινούς, οἱ ὁποῖοι παρασκευάζονται μὲ κρέας ψιλοκομμένον, κιμᾶν πολλαχ. Συνών. ψευτογιˬάπρακα, ψευτοντολμᾶδες. 2) Οὐσ., ὁ πλανὴτης Ζεύς, ὡς ἐξαπατῶν τοὺς χωρικούς, οἱ ὁποῖοι παραπλανώμενοι ἀπὸ τὴν λαμπρότητά του τὸν ἐκλαμβάνουν ὡς τὸ ἄστρον τῆς αὐγῆς, τὴν Ἀφροδίτην Ἤπ. (Δρόβιαν. Ζαγορ Ἰωάνν. Κόνιτσ. Πωγών.) Θάσ. Λῆμν. Μακεδ. (Βογατσ. Βόιον Καστορ. Σιάτ.) Χάλκ.- Λεξ. Βλαστ. 365 Δημητρ.: Οὑ γιˬαλαντζῆς ἀποὺ γέλασι τὴ νύχτα τοὺς βλά᾿ς κὶ τοὺς σκηνῖτις κὶ σ’κώθ’καν τὰ μισα’χτα κὶ τοὺς ἕπιˬασαν οἱ κλέφτις. Ἐνόμ’σαν πὼς ἦταν τ’ ἄστρου τῆς ᾿μιρὸς Καστορ. || ᾎσμ. Μὲ γέλασεν ὁ γελαντζῆς, τ’ ἄστρο καὶ τὸ φεγγάρι καὶ βγῆκα δίπλα ’ς τὰ βουνά, δίπλα ’ς τὰ κορφοβούνιˬα Ἤπ. Συνών. περιγελαντζῆς. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπὠν. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γιˬαλαντζῆς Ἀθῆν. Μακεδ. (Θεσσαλον.), Γιˬαλεντζῆς Μακεδ. (Θεσσαλον.) καὶ ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τὸν τὐπ. Γιˬαλατζῆς Θρᾴκ. (Κεσάν.) καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γιˬαλατζῆ τ’ Μάdρα Μακεδ. (Στέφανιν.) καὶ Γιˬαλατζῆ Τσεσμὲ Μακεδ. (Παλαιοκώμ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/