ἀρραβῶνας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρραβῶνας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρραβῶνας ὁ, κοιν. ἀρρεβῶνας πολλαχ. ἀρριβῶνας Ἤπ. (Πρέβ.) ἀρραῶνας Κάρπ. Χίος ἀρραβῶνα ἡ, σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀρρεβῶνα Ἄνδρ. Εὔβ. Κυδων. Λευκ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πάρ. Πελοπν. (Αἴγ. Ἀνδρίτσ. Κόκκιν. Κυνουρ. Λάστ. Μάν. Μεσσ. Παππούλ. Χατζ.) Σύμ. Σῦρ. Χηλ. κ.ἀ. ἀρριβῶνα Ἤπ. Θεσσ. Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἀϊβῶνα Σαμοθρ. ἀρρ’βῶνα Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Λέσβ. Προπ. (Ἀρτάκ. Κύζ. Πάνορμ.) ἀρραῶνα Κάρπ. Κασ. Κύπρ. Μεγιστ. Ρόδ. κ.ἀ. ἀρραβωνὴ Πόντ. (Τραπ.) ἀναβοῦρρα Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀρραβῶνα τό, Καππ. (Σίλατ.) Πληθ. ἀρραβώνιδες Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀρραβών.
Σημασιολογία
1) Τὸ ὑπὸ ἁγοραστοῦ ἢ μισθωτοῦ κτήματος ἢ πράγματος προκαταβαλλόμενον εἰς τὸν πωλητὴν ἢ ἐκμισθωτὴν χρηματικὸν ποσὸν ὡς ἐγγύησις τῆς μελλούσης ἀγορᾶς ἢ μισθώσεως, ἧς γενομένης μὲν συμψηφίζεται εἰς τὴν ὅλην ἀξίαν, διαλυομένης δὲ κατακρατεῖται ὑπὸ τοῦ πωλητοῦ ἢ ἐκμισθωτοῦ, ἂν ἐξ αἰτίας τοῦ ὰγοραστοῦ ἢ μισθωτοῦ συμβαίνῃ ἡ διάλυσις, ἐπιστρέφεται δὲ διπλοῦν εἰς αὐτόν, ἂν ἐξ αἰτίας τοῦ πρώτου συμβαίνῃ αὕτη σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν.): Παίρνω ἀρραβῶνα γιˬὰ τὸ σπίτι χίλιˬες δραχμές. Ἔδωσα την ἀρραβῶνα γιˬὰ τὴν κάμαρα ἑκατὸ δραχμές. Ἔχασα τὴν ἀρραβῶνα, γιˬατὶ δὲν πῆγα νὰ κάτσω ’ς τὸ σπίτι σύνηθ. Συνών. καπάρρο. 2) Ὁ μεταξὺ μελλονύμφων κατὰ τὴν μνηστείαν ἀνταλλασσόμενος δακτύλιος, μνῆστρον κοιν. καὶ Καππ. (Σίλατ.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ.): Φρ. Δίνω-πάω-στέλνω ἀρραβῶνα (συνάπτω μνηστείαν). Βάζω ἀρραβῶνα (μνηστεύομαι). Γυρίζω-δίνω πίσω τὴν ἀρραβῶνα (διαλύω μνηστείαν) σύνηθ. || ᾎσμ. Λάβε τὴν ἀρρεβῶνα μου κ’ ἔχε την γιˬὰ καπάρρο, γιˬατὶ μοῦ λέγ᾽ ἡ μάννα σου πῶς δὲ θενὰ σὲ πάρω Σῦρ. Στέλνω σε χαιρετίσματα μὲ μιˬὰ χρουσῆ παγῶνα καὶ μέσα ’ς τοὶς φτεροῦγες της ἔχω τὸν ἀρραβῶνα Ρόδ. Δὲν εἶν᾽ ἐπ᾽ ἀρραβώνιδες μηδὲ καὶ δαχτυλίδιˬα, μόνο ᾿ν᾽ ἀνθρώπω κεφαλὲς καὶ γυναικῶ πλεξοῦδες Κρήτ. β) Μετων. μνηστὴρ Ἤπ. Καππ. (Σίλατ.): ᾎσμ. ᾿Εμένα μοῦ ’ρθε ὁ ἄντρας μου, ἡ πρώτη μ᾿ ἀρραβῶνα Ἤπ. ᾽Ετὸ καλός μου, μάννα, ᾽ναι, καλός μου Κωσταντῖνος, ἐτὸ εἶναι τὸ μὸν τὸ πρῶτο μ᾽ ἀρραβῶνα (ἐτὸ=αὐτὸς) Σίλατ. Συνών. ἀρραβωνιˬαστικὸς. γ) Πάντα τὰ ὑπὸ τοῦ μνηστῆρος εἰς τὴν μνηστὴν προσφερόμενα τὰ ὁποῖα καταγράφονται ὀνομαστὶ ἐν τῷ προικοσυμφώνῳ, ἐπιστρέφονται δὲ ἀκέραια εἰς αὐτὸν ἐν περιπτώσει διαλύσεως τῆς μνηστείας Προπ. (Ἀρτάκ. Κύζ. Πάνορμ.) δ) Τὰ ὑπὸ τοῦ μνηστῆρος εἰς τὴν μνηστὴν στελλόμενα δῶρα, ὡς δαχτυλίδι, σταυρὸς κττ. Λυκ. (Λιβύσσ.): ᾎσμ. Κ’ ἦταν ἡ ἀναβοῦρρα του σταυρὸς καὶ δαχτυλίδιν Συνών. ἀρραβωνήσιˬα 2. ε) Πληθ., τρεῖς μεγάλοι δίσκοι περιέχοντες τὰ δῶρα τοῦ νυμφίου πρὸς τὴν νύμφην, οἱ ὁποῖοι προηγοῦνται τῆς γαμηλίου πομπῆς τῆς κατευθυνομένης εἰς τὴν οἰκίαν αὐτῆς κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ γάμου Χηλ.: Φρ. Καλὴ ἀρραβῶνα (ὁ πρῶτος τῶν εἰρημένων δίσκων ὁ περιέχων ὅρμον φλωρίων, περιδέραιον χρυσοῦν καὶ κάτοπτρον, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἄλλους περιέχοντας κατωτέρας ἀξίας δῶρα). ς) Μανδήλιον τὸ ὁποῖον χαρίζει ἡ μνηστὴ πρὸς τὸν μνηστῆρα Θρᾴκ. (Καβακλ.) 3) Συνήθως κατὰ πληθ., ἡ θρησκευτικὴ τελετὴ τῆς μνηστείας, καθ’ ἣν εὐλογοῦνται ὑπὸ τοῦ ἱερέως οἱ μεταξὺ τῶν μνηστευομένων ἀνταλλασσόμενοι δακτύλιοι κοιν.: Κάνω τοὺς ἀρραβῶνες τοῦ γιοῦ μου-τῆς κόρης μου. Ἔγιναν οἱ ἀρραβῶνες τους κοιν. Ἔκαμα τ᾿ς ἀρραβῶνις τ᾿ πιδγιˬοῦ μ᾽ Μακεδ. (Χαλκιδ.) || Φρ. Μιγάλ’ ἀρραβῶνα (ἡ ἐπίσημος τελετὴ τῆς μνηστείας κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν προηγουμένην ἀποστολὴν εἰς τὴν μνηστὴν χρυσῶν νομισμάτων ὑπὸ τοῦ μνηστῆρος εὐθὺς ὡς συνομολογηθοῦν οἱ ἀρραβῶνες, ἡ ὁποία λέγεται πρῶτου κέρασμα) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. ᾿Ορτάκ.) Μεγάλες ἀρραβῶνες (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) || ᾎσμ. ᾿Εδῶ σὲ τούτη γειτονιˬὰ καὶ ’ς τὰ χαμπλὰ τὰ σπίτιˬα εἶναι μιˬὰ κόρ’ ἀνύπαντρη καὶ κόρη τσ᾿ ἀρρεβῶνας Λευκ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρραβωνάδιˬα. β) Ὁ χρόνος τῆς τελετῆς τῆς μνηστείας σύνηθ.: Πέρασε τόσος καιρὸς ἀπὸ τοὺς ἀρραβῶνες μου. 4) Παραγγελία Μύκ.: Τ᾿ ἀθότυρο μοῦ τὸ κάμανε μ’ ἀρρεβῶνα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA